Οικονομία

Ευκαιρίες εργασίας: Αυτά είναι τα επαγγέλματα του μέλλοντος

Ευκαιρίες εργασίας: Αυτά είναι τα επαγγέλματα του μέλλοντος
Καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας εκτιμάται ότι θα εξασφαλίζει στο άμεσο μέλλον η επιλογή σπουδών που είναι προσανατολισμένες στις θετικές επιστήμες και την τεχνολογία (Science, Technology, Engineering, Mathematics-STEM).  

Μετά τα μέσα της δεκαετίας του 2030, η ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν αποκλείεται να κάνει λιγότερο χρήσιμες τις ανθρώπινες γνώσεις σε αντικείμενα STEM, καθώς οι τεχνολογικές αλλαγές πιθανότατα θα είναι εξαιρετικά ταχείες -τα μηχανικά συστήματα θα μαθαίνουν τα πάντα πολύ γρήγορα- και οι ανθρώπινες δυνατότητες μάλλον πεπερασμένες, ενώ και η εκπαίδευση/κατάρτιση θα δυσκολεύεται να προλάβει τις εξελίξεις.

Η τεχνολογική γνώση θα συνεχίσει να απαξιώνεται με εκθετικό ρυθμό στα επόμενα χρόνια. Ήδη σήμερα, με τη σαφώς μικρότερη ταχύτητα τεχνολογικών εξελίξεων, ένα μεγάλο ποσοστό, 41% των CEO (διευθύνοντων συμβούλων) των μεγάλων επιχειρήσεων και οργανισμών, δεν έχουν πλέον τις γνώσεις, τις ικανότητες και τους πόρους για να εκτελέσουν τις στρατηγικές που έχουν υιοθετηθεί από τις επιχειρήσεις.

Σήμερα, ένα στέλεχος χρειάζεται 36 ημέρες για να καλύψει το κενό δεξιοτήτων, που δημιουργείται από την τεχνολογία, χρονικό διάστημα που το 2014 ήταν μόλις τρεις ημέρες, δηλαδή πλέον ο απαιτούμενος χρόνος αναπλήρωσης skills έχει υπερδεκαπλασιαστεί, διότι οι ρυθμοί παραγωγής της γνώσης είναι πλέον εκθετικοί.

Τα παραπάνω επισημαίνει ο δρ Επαμεινώνδας Χριστοφιλόπουλος, κάτοχος της έδρας UNESCO για την Έρευνα του Μέλλοντος, που φιλοξενείται στη Θεσσαλονίκη από το Ίδρυμα Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ).

Για τη σταδιακή μείωση της χρησιμότητας των ανθρώπινων γνώσεων STEM, πηγή αποτελεί η τριετής έρευνα του Millenium Project με χρονικό ορίζοντα το 2050, δηλαδή περίπου την εποχή που τα σημερινά "πρωτάκια" θα βρίσκουν την πρώτη τους απασχόληση.

Όσον αφορά τη γρήγορη απαξίωση της τεχνολογικής γνώσης, πηγή αποτελεί η μελέτη του Institute for Business Value (IBV) της IBM.

"Σύμφωνα με την έρευνα του IBV, το 2016 οι υπεύθυνοι ανθρώπινου δυναμικού, ιεραρχούσαν τις γνώσεις στα STEM, καθώς και τις γνώσεις ψηφιακών δεξιοτήτων, στα σημαντικότερα προσόντα στις προσλήψεις στελεχών. Μόλις τρία χρόνια μετά, οι ίδιοι υπεύθυνοι θεωρούν πως τα πλέον πολύτιμα προσόντα είναι η συμπεριφορά, η ευελιξία, η προσαρμοστικότητα στις αλλαγές και η ιεράρχηση των προτεραιοτήτων που αλλάζουν πολύ συχνά" επισημαίνει ο επικεφαλής της έδρας UNESCO για την 'Ερευνα του Μέλλοντος.

Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 2017 από την υπηρεσία απογραφής των ΗΠΑ και αφορά τις μισθολογικές αμοιβές αποφοίτων θετικών και ανθρωπιστικών σπουδών. Σύμφωνα με την έρευνα, τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αποφοίτων σε σπουδές STEM φθίνουν μετά την πρώτη θέση εργασίας, ενώ μετά την ηλικία των 40 ετών, οι απόφοιτοι STEM εξομοιώνονται μισθολογικά με εκείνους των κοινωνικών και ανθρωπιστικών σπουδών.

Αυτό συμβαίνει διότι δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τους νέους απόφοιτους STEM, οι οποίοι έχουν επικαιροποιημένες γνώσεις, και διότι οι απόφοιτοι κοινωνικών επιστημών φαίνεται ότι τα καταφέρνουν καλύτερα σε κάποιες οριζόντιες δεξιότητες, όπως στην επίλυση προβλημάτων, την κριτική σκέψη και την προσαρμοστικότητα, που είναι απαραίτητες σε ανώτερες και ανώτατες διευθυντικές θέσεις".

Σε ενδείξεις και όχι σε βεβαιότητες βασίζονται οι οποιεσδήποτε εκτιμήσεις για το μέλλον της αγοράς εργασίας στα επόμενα χρόνια, όπως ξεκαθαρίζει εξαρχής, ο εμπειρογνώμονας του Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης** (Cedefop), Κωνσταντίνος Πουλιάκας.

"Οι άνθρωποι θα προσπαθούν πάντα να ανακαλύψουν ποια είναι τα επαγγέλματα που θα έχουν ζήτηση στο μέλλον και όποιοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν ποια είναι αυτά συνήθως βασίζονται σε αβάσιμες ή μη τεκμηριωμένες, μη επιστημονικές προσεγγίσεις. Γι' αυτό υπάρχουν ενδείξεις, αλλά όχι ασφαλή συμπεράσματα. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα για την πορεία της αγοράς εργασίας, καθώς αυτή εξαρτάται από πολλαπλούς παράγοντες όπως η οικονομική δραστηριότητα, τα εργοδοτικά κίνητρα, αλλά και οι συχνά απροσδόκητες διακυμάνσεις στην καταναλωτική ζήτηση και στις προτιμήσεις των ανθρώπων για νέα προϊόντα και υπηρεσίες".

Υπάρχουν τρεις τρόποι με τους οποίους προσεγγίζονται τα υπάρχοντα δεδομένα, για να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα και να διαφανούν πιθανές τάσεις:

-Ο πρώτος είναι η μελέτη του τρόπου με τον οποίο εξελίσσεται ιστορικά η αγορά εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες, από το 1970 ώς σήμερα για παράδειγμα. Ο τρόπος αυτός, δεν μπορεί ασφαλώς να "ζουμάρει" σε πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις ή σε απότομες αλλαγές στην οικονομία (πχ, μεγάλες ξένες ή κρατικές επενδύσεις σε έναν συγκεκριμένο κλάδο), που μπορεί να επηρεάσουν και την αγορά εργασίας, αλλά βασίζεται στο γεγονός ότι αυτή (η αγορά εργασίας) έχει συγκεκριμένη δομή και δεν αλλάζει από χρόνο σε χρόνο.

"Στην Ελλάδα πιθανώς θα υπάρχει συνεχιζόμενη ανοδική τάση της ζήτησης στα επαγγέλματα των πωλητών και των παρόχων υπηρεσιών (εδώ περιλαμβάνεται και ο τουρισμός), των επαγγελματιών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (γιατροί και επαγγελματίες υγείας, αρχιτέκτονες, χημικοί και φυσικοί, επαγγελματίες εκπαίδευσης, πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών κτλ) και των τεχνικών και βοηθών επαγγελματιών".

Την ίδια στιγμή χρειάζεται να αναπληρωθεί στην αγορά εργασίας και το μεγάλο ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που γηράσκει και συνταξιοδοτείται. Δηλαδή προκύπτουν θέσεις εργασίας, που προορίζονται να καλύψουν τις λεγόμενες ανάγκες αντικατάστασης. Αυτές αφορούν κυρίως τον πρωτογενή τομέα (γεωργία, αλιεία, ορυκτά) και τον δευτερογενή τομέα (μεταποίηση) και ιδίως τους επίσης τους εξειδικευμένους τεχνίτες (π.χ. τεχνίτες μονώσεων, μηχανικοί κλιματιστικών και ψυκτικοί, συγκολλητές, επισκευαστές βαρέων μηχανημάτων) και τους υπάλληλους γραφείων. Σε κάθε έναν από τους τομείς αυτούς εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να προκύψουν μεταξύ 200.000-300.000 θέσεις εργασίας ώς το 2030".

Οι επαγγελματικοί χώροι, στους οποίους η προβλεπόμενη αύξηση ζήτησης δεν προέρχεται από την οικονομική δυναμική της αγοράς, αλλά από την ανάγκη αντικατάστασης εργαζόμενων που συνταξιοδοτούνται, πιθανώς να είναι πιο ευάλωτοι στην αυτοματοποίηση της εργασίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο εργοδότης είναι πιθανότερο να διχαστεί ανάμεσα στην πρόσληψη ενός ανθρώπου για την αντικατάσταση του ατόμου που συνταξιοδοτήθηκε και στην αγορά μιας «έξυπνης» μηχανής (βασισμένης σε προχωρημένη ρομποτική και τεχνητή νοημοσύνη) που θα κάνει τη δουλειά του. Αντίθετα σε θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης και ιδίως σε όσες εξ αυτών απαιτούν αλληλεπίδραση και επικοινωνία με άλλους ανθρώπους (πχ. επαγγελματίες υγείας), το ρίσκο αυτό είναι πιο περιορισμένο.

-Ο δεύτερος τρόπος συγκέντρωσης και ανάλυσης στοιχείων για την πιθανή πορεία της αγοράς εργασίας είναι στην περίπτωση της Ελλάδας ο Μηχανισμός Διάγνωσης Αναγκών Αγοράς Εργασίας, ο οποίος ξεκίνησε το 2015 από το Υπουργείο Εργασίας υπό την ευθύνη του Εθνικού Ινστιτούτου Εργασίας και Ανθρώπινου Δυναμικού (ΕΙΕΑΔ) και υποστηρίχθηκε από τους κοινωνικούς εταίρους και το Cedefop.

Mε βάση τα ευρήματά του, που μπορούν να αξιοποιηθούν για τη διάγνωση αναγκών και τάσεων στην απασχόληση, την ανεργία και την επιχειρηματικότητα, το 2018 τα δέκα δυναμικότερα επαγγέλματα στην Ελλάδα ήταν κατά σειρά τα εξής: καλλιεργητές προσανατολισμένοι στην αγορά, σχεδιαστές και αναλυτές λογισμικού και εφαρμογών, απασχολούμενοι στην παροχή υπηρεσιών προστασίας, οδηγοί αυτοκινήτων, μικρών φορτηγών και μοτοσικλετών, υπάλληλοι γενικών καθηκόντων, μάγειροι, επαγγελματίες του κοινωνικού και θρησκευτικού τομέα, υπάλληλοι καταγραφής υλικών και υπηρεσιών μεταφορών, μηχανικοί και επισκευαστές μηχανημάτων και αρχιτέκτονες- τοπογράφοι- πολεοδόμοι- σχεδιαστές.

Σε επίπεδο κλάδων, την πρώτη πεντάδα για το 2018 σχηματίζουν οι δραστηριότητες εστιατορίων και κινητών μονάδων εστίασης, η παροχή υπηρεσιών στο κοινωνικό σύνολο, το λιανεμπόριο άλλου οικιακού εξοπλισμού σε ειδικευμένα καταστήματα, η καλλιέργεια μη πολυετών φυτών και τα ξενοδοχεία κι άλλα καταλύματα.

-Ο τρίτος τρόπος είναι το εργαλείο που δημιούργησε το Cedefop για λογαριασμό της ΕΕ, με τη χρήση τεχνητής νοημοσύνης, για τη συγκέντρωση, ταξινόμηση, καταγραφή και ανάλυση των αγγελιών ζήτησης εργασίας στο Διαδίκτυο.

Από το καλοκαίρι του 2018 έχουν "σαρωθεί" πάνω από 100 εκατ. αγγελίες εργοδοτών στην Ευρώπη, από τις οποίες προκύπτουν τόσο τα περισσότερο ζητούμενα επαγγέλματα, όσο και τα αναγκαία soft skills (οριζόντιες δεξιότητες) αλλά και συγκεκριμένες ψηφιακές δεξιότητες, που αναζητούν οι επιχειρήσεις στην Ευρώπη.

Βάσει των ευρημάτων (συνολικά για την ΕΕ, όχι μόνο για την Ελλάδα), τα πέντε επαγγέλματα με τη μεγαλύτερη ζήτηση είναι κατά σειρά αυτά των software developers, των βοηθών πωλήσεων λιανικής, των διαχειριστών φορτίων, των systems analysts και των μηχανικών που δεν ταξινομούνται σε ειδικές κατηγορίες.

Αντίστοιχα, τα κυριότερα soft skills είναι η προσαρμοστικότητα και η δυνατότητα ομαδικής εργασίας. Τα δέκα πιο ζητούμενα επαγγέλματα και η λίστα των κυριότερων δεξιοτήτων που ενδιαφέρουν τους εργοδότες εδώ: https://www.cedefop.europa.eu/en/data-visualisations/skills-online-vacancies/most-requested-skills).

Βάσει εκτιμήσεων του cedefop (με έτος αφετηρίας το 2016) η απασχόληση στην Ελλάδα αναμένεται να αυξηθεί κατά 6,5%. Σε απόλυτο αριθμό, οι θέσεις εργασίας που θα ανοίξουν υπολογίζονται σε περισσότερες από 2,6 εκατομμύρια, εκ των οποίων όμως εννέα στις δέκα (ποσοστό 90%) θα καλύψουν ανάγκες αντικατάστασης (π.χ., λόγω συνταξιοδότησης εργαζομένων) και μόνο το 10% θα είναι πραγματικά "νέες". Από το σύνολο των θέσεων εργασίας, το 44% θα αφορά δουλειές που ζητούν μεσαία επαγγελματικά προσόντα, το 39% υψηλά και το 17% χαμηλά.

"Η απειλή της αυτοματοποίησης είναι πολύ μεγαλύτερη στην Ελλάδα από ό,τι σε άλλες χώρες της ΕΕ. Βάσει εκτιμήσεων του Cedefop και του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), για περίπου 1/4 των θέσεων εργασίας των Ελλήνων εργαζομένων υπάρχει πολύ υψηλή πιθανότητα αυτοματοποίησης στο εγγύς μέλλον. Στον αντίποδα, μόλις το 7% των εργαζομένων σε σκανδιναβικές χώρες (π.χ, Φιλανδία, Σουηδία) εργάζονται σε δουλειές στις οποίες ενδέχεται να αντικατασταθούν από ρομπότ. Αυτό αντανακλά το γεγονός ότι η ελληνική αγορά εργασίας έχει καθυστερήσει, σε σχέση με άλλους κύριους κοινοτικούς εταίρους, σε όρους μετάβασης προς μια ψηφιακή οικονομία υψηλής προστιθέμενης αξίας".

NETWORK