Οικονομία

Μετά από έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος οι διώξεις των τραπεζιτών για απιστία - Τι προβλέπει τροπολογία

Μετά από έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος οι διώξεις των τραπεζιτών για απιστία - Τι προβλέπει τροπολογία
Την 1η Ιουλίου παύει να ισχύει η αμφιλεγόμενη διάταξη για το ακαταδίωκτο των τραπεζικών στελεχών που είχε εισαχθεί στον Ποινικό Κώδικα το 2019 και η οποία είχε επικριθεί σφόδρα από το νομικό κόσμο , καθώς λόγω της αναδρομικής της ισχύς οδήγησε στην αρχειοθέτηση πλήθους υποθέσεων που είχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη.

Ωστόσο, εν μέσω αντιδράσεων από τις τράπεζες η κυβέρνηση κατέθεσε χθες τροπολογία στη Βουλή που προβλέπει πως στην περίπτωση που διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για απιστία (άρθρο 390 ΠΚ), η οποία στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και αφορά σε αναδιάρθρωση ή διαγραφή δανείων, οφειλών ή χρεών και στρέφεται κατά του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, θα πρέπει οι εισαγγελείς να ζητούν έκθεση από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η σχετική διάταξη αναφέρει τα εξής: «Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης για την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α' 95), αν η απιστία στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και αφορά σε αναδιάρθρωση ή διαγραφή δανείων, οφειλών ή χρεών, ή στρέφεται κατά του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η αρμόδια Εισαγγελική Αρχή ζητά από την Τράπεζα της Ελλάδος την πρόταση δύο επιθεωρητών αυτής, οι οποίοι, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, συντάσσουν έκθεση, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση ή μη του κανονιστικού πλαισίου που διέπει τις συναλλαγές του κάθε φορέα και η ύπαρξη βέβαιης και οριστικής ζημίας που συνδέεται αιτιωδώς με την τυχόν παράβαση και έχει προκληθεί στην περιουσία του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όπως αυτή αξιολογείται κατά τον σκοπό του ιδρυτικού του νόμου, καθώς και το ύψος αυτής».

Στην αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει την τροπολογία σημειώνεται πως η εξέταση του εγκλήματος της απιστίας που στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος μπορεί να προκαλεί ιδιαίτερη δυσχέρεια στις ελεγκτικές αρχές κατά το προκαταρκτικό στάδιο, λόγω των ειδικών τεχνικών γνώσεων που χρειάζεται να έχει κάποιος κατά τον έλεγχο της υπόθεσης.

«Η τεχνική πολυπλοκότητα που διέπει τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές συνθέτει ένα πολύπλοκα ρυθμιστικό πλαίσιο. Ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαίο να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της υποβοήθησης των εισαγγελικών αρχών να εξάγουν ασφαλή συμπεράσματα κατά το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης για το έγκλημα της απιστίας μέσω της σύνταξης σχετικής έκθεσης επιθεωρητών από την Τράπεζα της Ελλάδος», αναφέρεται σχετικά.