Οικονομία

Κρυφά η διάταξη για την κακουργηματική απιστία τραπεζιτών - Τι δήλωσε στο Dnews.gr εκπρόσωπος της ΕΚΤ

Κρυφά η διάταξη για την κακουργηματική απιστία τραπεζιτών - Τι δήλωσε στο Dnews.gr εκπρόσωπος της ΕΚΤ
Χωρίς να υπάρξει οποιαδήποτε ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας νομοθετήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση η διάταξη που εμπλέκει υποχρεωτικά στελέχη του Ευρωσυστήματος (επιθεωρητές της Τράπεζας της Ελλάδος) στις προανακριτικές ενέργειες των εισαγγελικών Αρχών σε υποθέσεις κακουργηματικής απιστίας τραπεζικών στελεχών.

Η σχετική τροπολογία που ψηφίσθηκε την παρελθούσα εβδομάδα με διαδικασίες εξπρές, συγκρούεται με το άρθρο 130 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) που διασφαλίζει την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και καταστρατηγεί το άρθρο 127 παράγραφος 4 της Συνθήκης της ΕΕ που προβλέπει πως θα πρέπει να ζητείται η γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τις εθνικές αρχές για κάθε σχέδιο νομοθετικής διάταξης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της.

Να σημειωθεί πως την 1η Ιουλίου παύει να ισχύει η αμφιλεγόμενη διάταξη για το ακαταδίωκτο των τραπεζικών στελεχών που είχε εισαχθεί στον Ποινικό Κώδικα το 2019 και η οποία είχε επικριθεί σφόδρα από το νομικό κόσμο , καθώς λόγω της αναδρομικής της ισχύς οδήγησε στην αρχειοθέτηση πλήθους υποθέσεων που είχαν απασχολήσει την κοινή γνώμη. Ωστόσο, εν μέσω αντιδράσεων από τραπεζικά στελέχη, η κυβέρνηση ψήφισε τροπολογία στη Βουλή, που προβλέπει πως στην περίπτωση που διενεργείται προκαταρκτική εξέταση για απιστία (άρθρο 390 ΠΚ), η οποία στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή του ΤΧΣ και αφορά σε αναδιάρθρωση ή διαγραφή δανείων, οφειλών ή χρεών, θα πρέπει οι εισαγγελείς πριν προχωρήσουν σε δίωξη να ζητούν έκθεση από την Τράπεζα της Ελλάδος.

Η σχετική διάταξη, που επικρίθηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης αναφέρει τα εξής:

«Κατά τη διενέργεια της προκαταρκτικής εξέτασης για την αξιόποινη πράξη που προβλέπεται στο δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 390 του Ποινικού Κώδικα (ν. 4619/2019, Α' 95), αν η απιστία στρέφεται κατά πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος και αφορά σε αναδιάρθρωση ή διαγραφή δανείων, οφειλών ή χρεών, ή στρέφεται κατά του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η αρμόδια Εισαγγελική Αρχή ζητά από την Τράπεζα της Ελλάδος την πρόταση δύο επιθεωρητών αυτής, οι οποίοι, με βάση τα στοιχεία της δικογραφίας, συντάσσουν έκθεση, με την οποία διαπιστώνεται παράβαση ή μη του κανονιστικού πλαισίου που διέπει τις συναλλαγές του κάθε φορέα και η ύπαρξη βέβαιης και οριστικής ζημίας που συνδέεται αιτιωδώς με την τυχόν παράβαση και έχει προκληθεί στην περιουσία του πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος ή του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, όπως αυτή αξιολογείται κατά τον σκοπό του ιδρυτικού του νόμου, καθώς και το ύψος αυτής».

Δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη καθιστά υποχρεωτική τη λήψη γνώμης από τους Εισαγγελείς και υποχρεωτική τη σύνταξη έκθεσης από τους επιθεωρητές της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι εξόχως προβληματική διότι και επηρεάζει την εισαγγελική λειτουργία και την θεσμοθετημένη ανεξαρτησία των στελεχών του Ευρωσυστήματος.

Σημειώνεται πως το άρθρο 130 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ) διασφαλίζει την ανεξαρτησία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών.

Το άρθρο αυτό που αποτελεί κλειδί για την προστασία της ΕΚΤ από πολιτικές παρεμβάσεις προβλέπει τα εξής:

«Κατά την άσκηση των εξουσιών και την εκτέλεση των καθηκόντων και υποχρεώσεων που τους ανατίθενται από τις Συνθήκες και το καταστατικό του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, ούτε κανένα μέλος των οργάνων λήψης αποφάσεων των ιδρυμάτων αυτών, δεν ζητάει ούτε δέχεται υποδείξεις από τα θεσμικά ή λοιπά όργανα ή οργανισμούς, από την κυβέρνηση κράτους μέλους ή από άλλο οργανισμό. Τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμοί της Ένωσης, καθώς και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να τηρούν την αρχή αυτή και να μην επιδιώκουν να επηρεάζουν τα μέλη των οργάνων λήψης αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή των εθνικών κεντρικών τραπεζών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

Είναι λοιπόν ξεκάθαρο από τα παραπάνω πως καμία κυβέρνηση της ευρωζώνης δεν μπορεί να ψηφίσει νόμο που περιγράφει συγκεκριμένη λειτουργία στελεχών του Ευρωσυστήματος και προβλέπει ειδική υποχρέωση έναντι εισαγγελικής αρχής, καθώς αυτό συνιστά παρέμβαση στην ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Και καμία τέτοια νομοθέτηση δεν έπρεπε να γίνει πριν προηγηθεί διαβούλευση με την ΕΚΤ. Η συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει απονείμει στην ΕΚΤ συγκεκριμένη συμβουλευτική λειτουργία σε σχέση με προτεινόμενες πράξεις της ΕΕ και τα σχέδια εθνικών νομοθετικών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της. Η συμβουλευτική αυτή λειτουργία της ΕΚΤ έχει ως νομική βάση τα άρθρα 127 παράγραφος 4 και 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης, το περιεχόμενο των οποίων αναπαράγεται στο άρθρο 4 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Εκπρόσωπος της ΕΚΤ απαντώντας σε ερώτηση του Dnews.gr επιβεβαίωσε πως η ελληνική κυβέρνηση δεν ζήτησε την γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τη διάταξη που προβλέπει πως οι επιθεωρητές της Τράπεζας της Ελλάδος θα πρέπει να συντάσσουν εκθέσεις με βάση τα στοιχεία των δικογραφιών σε υποθέσεις κακουργηματικής απιστίας τραπεζικών στελεχών. Ο ίδιος εκπρόσωπος απεκάλυψε πως οι νομικές υπηρεσίες της ΕΚΤ εξετάζουν την παρούσα περίοδο τη σχετική διάταξη και το εάν αντίκειται στη Συνθήκη, προκειμένου να αποφασίσουν εάν θα εκδώσουν γνώμη.