Οικονομία

Αύξηση 28% στις νέες ατομικές επιχειρήσεις – Ποιοι και γιατί τις προτιμούν

Αύξηση 28% στις νέες ατομικές επιχειρήσεις – Ποιοι και γιατί τις προτιμούν Φωτογραφία: PIXABAY
Σημαντική αύξηση σημείωσαν οι νέες εγγραφές ατομικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία.

Παρά την εφαρμογή του νέου νόμου για το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα, οι ιδρύσεις ατομικών επιχειρήσεων κατέγραψαν υψηλό τριετίας, φτάνοντας τις 24.650.

Συγκεκριμένα, οι εγγραφές νέων ατομικών επιχειρήσεων αυξήθηκαν κατά 28%, από 691 το 2023 σε 887 το 2024. Παράλληλα, σημαντική άνοδο σημείωσαν και οι εγγραφές των Ετερόρρυθμων Εταιρειών (Ε.Ε.), οι οποίες αυξήθηκαν κατά 32%, από 794 το 2023 σε 1048 το 2024. Αν και η Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρεία (Ι.Κ.Ε.) σημείωσε μείωση, από 1976 το 2023 σε 1883 το 2024, παραμένει η δημοφιλέστερη μορφή νέων επιχειρήσεων, ενώ οι εγγραφές Ανώνυμων Εταιρειών (Α.Ε.) αυξήθηκαν από 514 σε 552.

Η αύξηση αυτή αποδίδεται κυρίως στο γεγονός ότι η άσκηση ατομικού επαγγέλματος εξασφαλίζει χαμηλότερες κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές συγκριτικά με τη μισθωτή εργασία. Για παράδειγμα, για μεικτό εισόδημα 13.000 ευρώ, ο αυτοαπασχολούμενος επιβαρύνεται με 3.500 ευρώ τον χρόνο, ενώ ο αντίστοιχος μισθωτός με 5.087 ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών. Η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος από το επόμενο έτος αναμένεται να διευρύνει αυτή τη διαφορά.

Επιπλέον, η μεγάλη άνθηση των βραχυχρόνιων μισθώσεων έχει οδηγήσει στη νομοθετική υποχρέωση όσων εκμεταλλεύονται περισσότερα από τρία ακίνητα να εισπράττουν τις αμοιβές μέσω επιχείρησης. Ακόμα και όσοι εκμεταλλεύονται λιγότερα από τρία ακίνητα επιλέγουν συχνά τη λύση της ατομικής επιχείρησης για να εκπίπτουν νόμιμα τις δαπάνες που προκύπτουν από την εκμετάλλευση του ακινήτου.

Τέλος, τα κίνητρα στους συνταξιούχους για να συνεχίσουν να εργάζονται οδηγούν επίσης στη σύσταση νέων ατομικών επιχειρήσεων. Οι αυτοαπασχολούμενοι συνταξιούχοι, όπως γιατροί και μηχανικοί, διατηρούν ανοιχτές ατομικές επιχειρήσεις επιβαρυνόμενοι μόνο με προσαύξηση 50% επί της ασφαλιστικής εισφοράς, η οποία μπορεί να μεταφραστεί σε λιγότερα από 150 ευρώ τον μήνα.