Οικονομία

Πότε η εφορία μπορεί να κάνει χρήση έμμεσων αποδείξεων

Πότε η εφορία μπορεί να κάνει χρήση έμμεσων αποδείξεων Φωτογραφία: EUROKINISSI
Η φορολογική αρχή μπορεί να χρησιμοποιήσει έμμεσες αποδείξεις για να τεκμηριώσει φορολογικές παραβάσεις όπως η μη έκδοση αποδείξεων, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ).

Σε έλεγχο που διενεργήθηκε σε ελεύθερο επαγγελματία για τα δηλωθέντα εισοδήματά του, η ΑΑΔΕ εντόπισε καταθέσεις σε λογαριασμούς του που αφορούσαν πληρωμές για την παροχή υπηρεσιών χωρίς την έκδοση των απαραίτητων φορολογικών αποδείξεων. Μετά από έρευνα και κλήση του επαγγελματία σε ακρόαση, στην οποία δεν προσκόμισε ουσιώδη αποδεικτικά στοιχεία, η φορολογική αρχή προχώρησε στη βεβαίωση προστίμου.

Το ΣτΕ με την απόφαση 11/2024 ανέτρεψε την απόφαση του Εφετείου επί της ασκηθείσας προσφυγής, υπογραμμίζοντας ότι δεν έγινε ουσιαστικός έλεγχος των στοιχείων που προσκομίστηκαν από τις δύο πλευρές. Επιπλέον, το ΣτΕ έκρινε ότι το βάρος απόδειξης της παράβασης ανήκει μεν στη φορολογική αρχή, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο άμεσες όσο και έμμεσες αποδείξεις. Η απόφαση του ΣτΕ καταδεικνύει ότι η σιωπή του φορολογουμένου κατά την ακρόαση μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον έλεγχο και την επιβολή προστίμου, καθώς και από το δικαστήριο της ουσίας στο πλαίσιο της προσφυγής. Η χρήση έμμεσων αποδείξεων, όπως οι τραπεζικές καταθέσεις, λειτουργεί υποστηρικτικά στην τεκμηρίωση των ευρημάτων της φορολογικής αρχής, υπογραμμίζοντας την αναγκαιότητα αξιολόγησης όλων των προσκομισθέντων στοιχείων.

Σε μια άλλη ενδιαφέρουσα απόφαση που εκδόθηκε προ τετραετίας από το Συμβούλιο της Επικρατείας (1577/2020), έγινε δεκτό ότι η φορολογική αρχή απέδειξε και αιτιολόγησε επαρκώς τα συμπεράσματά της για ύπαρξη μη φορολογηθέντος εισοδήματος ελεύθερου επαγγελματία, μέσα από την έρευνα και το άνοιγμα λογαριασμών συγγενικών του προσώπων και στενού κύκλου συνεργατών του.

Στην περίπτωση αυτή, βρέθηκαν μεγάλα εμβάσματα σε λογαριασμούς συγγενικών προσώπων του ελεγχόμενου, καθώς και συνεργατών του, τα οποία ο έλεγχος θεώρησε ότι συνιστούν προσαύξηση περιουσίας του ελεγχόμενου, προερχόμενα από την επαγγελματική του δραστηριότητα και μη φορολογηθέντα.

Αυτή η τεκμηρίωση εκ μέρους του ελέγχου είναι μία εύλογη εικασία στηριζόμενη σε αποχρώσες ενδείξεις. Ωστόσο, επειδή ο ελεγχόμενος δεν επικαλέσθηκε ούτε απέδειξε το αντίθετο, ότι δηλαδή το σημαντικό χρηματικό ποσό που βρέθηκε είτε σε κοινό τραπεζικό λογαριασμό που έχει με άλλο ή άλλα πρόσωπα είτε σε τραπεζικό λογαριασμό τρίτων προσώπων προέρχεται από την μη συνδεόμενη με τους καρπούς της άσκησης της επαγγελματικής του δραστηριότητας εισαγωγή συναλλάγματος εκ μέρους του άλλου προσώπου – συνδικαιούχου του επίμαχου λογαριασμού, το ΣτΕ έκρινε ότι τα συμπεράσματα του ελέγχου ήταν ορθά και επαρκώς αιτιολογημένα.