Οικονομία

Προφορικές ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων - Επίλυση 70 ερωτήσεων Α και Β σειράς (ΚΔΥ)

Προφορικές ΕΣΔΙ Δικαστικών Υπαλλήλων - Επίλυση 70 ερωτήσεων Α και Β σειράς (ΚΔΥ) Φωτογραφία: eurokinissi
Κατόπιν των προφορικών εξετάσεων των επιτυχόντων του δευτέρου σταδίου των υποψηφίων σπουδαστών για την εισαγωγή στην ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων που θα ξεκινήσουν την 1η Νοεμβρίου 2024, ακολουθεί η επίλυση βάσει των σχετικών διατάξεων εβδομήντα (70) ερωτήσεων στον Κώδικα Δικαστικών Υπαλλήλων, όπως αυτές τέθηκαν από την Επιτροπή στις προφορικές εξετάσεις της Α’ και Β’ σειράς.

Όπως γνωρίζετε ήδη, στην ύλη για τις προφορικές εξετάσεις στον κώδικα δικαστικών υπαλλήλων περιλαμβάνονται διατάξεις διορισμού – αναδιορισμού – ανάκλησης διορισμού δικαστικού υπαλλήλου, προσόντα και κωλύματα διορισμού δικαστικού υπαλλήλου, εκπαιδευτικές κατηγορίες – βαθμοί – κλάδοι δικαστικών υπαλλήλων, συγκρότηση - αρμοδιότητες α και β βαθμού δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων, σύνθεση – αρμοδιότητες υπηρεσιακών συνελεύσεων και συσκέψεων, δικαιώματα – υποχρεώσεις δικαστικών υπαλλήλων, υπηρεσιακή εκπαίδευση δικαστικών υπαλλήλων, αξιολόγηση δικαστικών υπαλλήλων, μονιμοποίηση – βαθμολογική εξέλιξη δικαστικών υπαλλήλων, κατανομή – μετακίνηση – μετάθεση – απόσπαση – μετάταξη δικαστικών υπαλλήλων καθώς τέλος και πειθαρχικά παραπτώματα – πειθαρχικές ποινές - πειθαρχικά όργανα δικαστικών υπαλλήλων.

Θα παρατηρήσετε ότι, όλα είναι απαραίτητο να τα γνωρίζετε και τίποτα δεν είναι εκτός.

Συντονιστείτε επομένως καθώς θα ακολουθήσει και η επίλυση ερωτήσεων στους υπόλοιπους κώδικες της ύλης σας.

1. Ποια η σύνθεση των δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων;

Άρθρο 85 παρ. 1 ΚΔΥ
α) Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και τέσσερις (4) Συμβούλους της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτες ή Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.
β) Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο και έξι (6) Συμβούλους της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτες ή Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, αντιστοίχως, ως μέλη.
γ) Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο σε κάθε εφετείο συγκροτείται από τον νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, δύο (2) εφέτες και δύο (2) αντιεισαγγελείς εφετών, ως μέλη.
δ) Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο σε κάθε διοικητικό εφετείο συγκροτείται από τον νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο και τέσσερις (4) εφέτες ως μέλη.

Άρθρο 85 παρ. 2 ΚΔΥ
α) Το υπηρεσιακό συμβούλιο εφετείου συγκροτείται από τον νεότερο πρόεδρο εφετών ως πρόεδρο, έναν (1) εφέτη, έναν (1) αντιεισαγγελέα εφετών και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
β) Το υπηρεσιακό συμβούλιο διοικητικού εφετείου συγκροτείται από τον νεότε-ρο πρόεδρο, δύο (2) εφέτες και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

Άρθρο 85 παρ. 3 ΚΔΥ
α) Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, δύο (2) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
β) Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από τον νεότερο Αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν (1) Αρεοπαγίτη, έναν (1) Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους, ως μέλη.
γ) Το πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον νεότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, έναν (1) σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν (1) αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
δ) Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τέσσερις (4) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους του Συμβουλίου της Επικρατείας, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο του Συμβουλίου της Επικρατείας. Το ίδιο συμβούλιο συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο, ως πρόεδρο, τέσσερις (4) Συμβούλους της Επικρατείας και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους της γραμματείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ως μέλη, όταν η κρίση του συμβουλίου αφορά σε υπάλληλο της Γενικής Επιτροπείας ή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
ε) Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Αρείου Πάγου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις (3) αρεοπαγίτες, έναν (1) αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.
στ) Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου συγκροτείται από τον αρχαιότερο αντιπρόεδρο ως πρόεδρο, τρεις (3) Συμβούλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έναν (1) αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και δύο (2) δικαστικούς υπαλλήλους ως μέλη.

2. Ποιος ο χρόνος της δοκιμαστικής υπηρεσίας των δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 138 παρ. 1 ΚΔΥ
Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετά τον διορισμό τους διανύουν διετή δοκιμαστική υπηρεσία, κατά τη διάρκεια της οποίας επιτρέπεται να απολυθούν για λόγους που ανάγονται στην υπηρεσία τους, ύστερα από απόφαση του αρμοδίου δικαστικού συμβουλίου.

Άρθρο 139 παρ. 2 ΚΔΥ
Τα δύο (2) πρώτα έτη που διανύονται στον εισαγωγικό βαθμό όλων των κατηγοριών αποτελούν δοκιμαστική υπηρεσία, σύμφωνα με το άρθρο 138.

3. Ποιος ο χαρακτήρας της πειθαρχικής δίωξης δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 167 παρ. 1 ΚΔΥ
Η δίωξη και τιμωρία των πειθαρχικών παραπτωμάτων αποτελεί καθήκον των πειθαρχικών οργάνων. Η παράβαση του καθήκοντος αυτού συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

4. Πότε αναστέλλεται η πειθαρχική διαδικασία και πότε δεν επιτρέπεται η αναστολή αυτής;

Άρθρο 171 παρ. 2 ΚΔΥ
Η ποινική δίκη δεν αναστέλλει την πειθαρχική διαδικασία. Το πειθαρχικό όργανο όμως μπορεί με απόφασή του, η οποία είναι ελευθέρως ανακλητή, να διατάξει για εξαιρετικούς λόγους την αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας, η οποία δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος. Αναστολή δεν επιτρέπεται σε περίπτωση που το πειθαρχικό παράπτωμα προκάλεσε δημόσιο σκάνδαλο ή θίγει σοβαρά το κύρος της υπηρεσίας.

5. Ποιος ο ανώτερος χρόνος της αργίας και ποιες είναι οι αποδοχές κατά τη διάρκειά της;

Άρθρο 161 παρ. 1 ΚΔΥ (αυτοδίκαιη θέση σε αργία)
Τίθεται αυτοδικαίως σε αργία α) ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος τελεί σε προσωρινή κράτηση ή εκτίει ποινή φυλάκισης ή κάθειρξης, έστω και αν απολύθηκε με εγγύηση, β) εκείνος στον οποίο με δικαστική απόφαση επιβλήθηκε παρεπόμενη ποινή οριστικής παύσης, αν έχει ανασταλεί η εκτέλεση της απόφασης και γ) εκείνος στον οποίο επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης από πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο.

Άρθρο 161 παρ. 3 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του αν εκλείψει ο λόγος για το οποίο έχει τεθεί σε αργία.

Άρθρο 162 παρ. 1 ΚΔΥ (δυνητική θέση σε αργία)
Μπορεί να τεθεί σε αργία ο δικαστικός υπάλληλος, κατά του οποίου: α) έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για αδίκημα το οποίο μπορεί να επισύρει την οριστική παύση από την υπηρεσία, β) έχει ασκηθεί πειθαρχική δίωξη για παράπτωμα το οποίο μπορεί να επισύρει την ποινή της οριστικής παύσης ή γ) αποδίδεται άτακτη διαχείριση με αιτιολογημένη έκθεση της προϊσταμένης αρχής ή άλλου αρμόδιου οργάνου.

Άρθρο 162 παρ. 2 ΚΔΥ
Μετά την πάροδο ενός (1) έτους από τη θέση του υπαλλήλου σε αργία, το υπηρεσιακό συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει για τη συνέχισή της ή μη.

Άρθρο 162 παρ. 4 ΚΔΥ
Στην περ. γ της παρ. 1 ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται αυτοδικαίως στα καθήκοντά του, αν μέσα σε έξι (6) μήνες από τη θέση του σε αργία δεν ασκηθεί εναντίον του ποινική ή πειθαρχική δίωξη. Για την επάνοδο του δικαστικού υπαλλήλου στην υπηρεσία εκδίδεται διαπιστωτική πράξη από το αρμόδιο για το διορισμό του όργανο.

Άρθρο 163 παρ. 2 ΚΔΥ (αποδοχές)
Στον δικαστικό υπάλληλο που τελεί σε κατάσταση αργίας καταβάλλεται το ήμισυ των αποδοχών του. Το υπόλοιπο ή μέρος αυτού μπορεί να αποδοθεί σε αυτόν, μετά από ειδικά αιτιολογημένη απόφαση του πειθαρχικού συμβουλίου, εφόσον απαλλαγεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή τιμωρηθεί με πειθαρχική ποινή κατώτερη από την οριστική παύση. Εάν ο υπάλληλος απαλλαγεί από κάθε πειθαρχική ευθύνη ή αποδειχθεί αβάσιμη η υπόνοια για έκνομη διαχείριση, επιστρέφεται το μέρος των αποδοχών που παρακρατήθηκε.

Άρθρο 163 παρ. 3 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος, που τίθεται αυτοδικαίως σε αργία λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεν δικαιούται αποδοχές αργίας.

Άρθρο 163 παρ. 4 ΚΔΥ
Αν πιθανολογείται σοβαρά κίνδυνος βιοπορισμού του υπαλλήλου ή της οικογένειας του ή προστατευόμενων μελών αυτού, το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο μπορεί, κατ’ αίτηση του υπαλλήλου, να διατάξει, ως προσωρινό μέτρο, την αύξηση των αποδοχών της αργίας μέχρι το 75% των νόμιμων αποδοχών του. Στις περιπτώσεις που το ζήτημα της αργίας είναι εκκρεμές ενώπιον πειθαρχικού ή υπηρεσιακού συμβουλίου, το συμβούλιο αυτό είναι αρμόδιο και για την εξέταση του σχετικού αιτήματος του υπαλλήλου σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

6. Ποιες υπηρεσίες πιστοποιούν την κατάσταση υγείας για τα άτομα με αναπηρία που διορίζονται με γενικές ή ειδικές διατάξεις;

Άρθρο 6 παρ. 3 ΚΔΥ
Ειδικά για τα άτομα με αναπηρία που διορίζονται με γενικές ή ειδικές διατάξεις, η υγεία και η φυσική καταλληλότητα πιστοποιούνται από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές, με βάση παραπεμπτικό έγγραφο, στο οποίο περιγράφονται από την υπηρεσία τα καθήκοντα της θέσης που πρόκειται να αναλάβει ο υπάλληλος.

7. Ποιοι δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι (κωλύματα);

Άρθρο 5 ΚΔΥ
Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι α) όσοι δεν έχουν εκπληρώσει τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις και δεν έχουν απαλλαγεί νόμιμα από αυτές β) όσοι έχουν αναγνωρισθεί ως αντιρρησίες συνείδησης και δεν έχουν εκπληρώσει, σύμφωνα με τις ειδικές διατάξεις της στρατολογικής νομοθεσίας, άοπλη θητεία ή εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία.

Άρθρο 7 παρ. 1 ΚΔΥ
Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι α) όσοι καταδικάστηκαν αμετάκλητα για κακούργημα, καθώς και σε οποιαδήποτε ποινή για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, εκβίαση, πλαστογραφία, απιστία δικηγόρου, δωροδοκία ή παράνομη βεβαίωση ή είσπραξη δικαιωμάτων του Δημοσίου, απιστία κατά του νομικού προσώπου του Ελληνικού Δημοσίου των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, παράβαση καθήκοντος, καθώς και σε οποιοδήποτε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας ή έγκλημα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής β) όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α μπορούν να λαμβάνουν μέρος στις διαδικασίες επιλογής, αλλά δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι, εάν κατά τον χρόνο διορισμού δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα γ) όσοι καταδικάστηκαν αμετάκλητα σε ποινή στερητική της ελευθερίας, διάρκειας μεγαλύτερης από ένα (1) έτος, για έγκλημα που έχει τελεστεί με δόλο.

Άρθρο 8 ΚΔΥ
Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι όσοι τελούν υπό καθεστώς πλήρους ή μερικής στερητικής ή επικουρικής δικαστικής συμπαράστασης ή συνδυασμού τους, για όσο χρόνο ισχύει η δικαστική απόφαση για τον συμπαραστατούμενο.

Άρθρο 9 ΚΔΥ
Δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι όσοι απολύθηκαν από θέσεις του Δημοσίου ή ΟΤΑ ή άλλου νομικού προσώπου του ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως αυτός οριοθετείται στον ν. 4720/2014 (Α’ 143) λόγω επιβολής της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης ή λόγω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας για σπουδαίο λόγο αναγόμενο σε υπαιτιότητά τους. Για τη διαπίστωση της μη συνδρομής του ανωτέρω κωλύματος διορισμού υποβάλλεται υπεύθυνη δήλωση από τον ενδιαφερόμενο, το αληθές περιεχόμενο της οποίας ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από την αρμόδια υπηρεσία διορισμού με βάση τα στοιχεία που τηρούνται στο Μητρώο Απογραφής Ελληνικού Δημοσίου.

8. Ποια η βαθμολογική εξέλιξη των δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 139 παρ. 1 ΚΔΥ
Για την προαγωγή από βαθμό σε βαθμό απαιτείται:
α) για την κατηγορία ΥΕ: από τον βαθμό Ε στον βαθμό Δ διετής υπηρεσία στον βαθμό Ε, από τον βαθμό Δ στον βαθμό Γ δεκαετής υπηρεσία στον βαθμό Δ και από τον βαθμό Γ στον βαθμό Β δεκαετής υπηρεσία στον βαθμό Γ
β) για την κατηγορία ΔΕ: από τον βαθμό Δ στον βαθμό Γ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ, από τον βαθμό Γ στον βαθμό Β οκταετής υπηρεσία στον βαθμό Γ και από τον βαθμό Β στον βαθμό Α εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β
γ) για την κατηγορία ΤΕ: από τον βαθμό Δ στον βαθμό Γ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ, από τον βαθμό Γ στον βαθμό Β εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Γ και από τον βαθμό Β στον βαθμό Α εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β
δ) για την κατηγορία ΠΕ: από τον βαθμό Δ στον βαθμό Γ διετής υπηρεσία στον βαθμό Δ, από τον βαθμό Γ στον βαθμό Β πενταετής υπηρεσία στον βαθμό Γ και από τον βαθμό Β στον βαθμό Α εξαετής υπηρεσία στον βαθμό Β.

9. Πότε επιβάλλεται αναστολή καθηκόντων ενός υπαλλήλου;

Άρθρο 164 ΚΔΥ
Σε κατεπείγουσες περιπτώσεις, κατά τις οποίες διακυβεύεται το συμφέρον της υπηρεσίας, μπορεί να επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο, με αιτιολογημένη πράξη του αρμόδιου για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης οργάνου, το μέτρο της αναστολής της άσκησης των καθηκόντων του. Η πράξη αυτή με τα υφιστάμενα σχετικά στοιχεία αποστέλλεται αμελλητί στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο, το οποίο συνέρχεται μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από τη λήψη της πράξης και αποφασίζει αν θα τεθεί ο δικαστικός υπάλληλος σε αργία σύμφωνα με το άρθρο 162. Το μέτρο της αναστολής άσκησης των καθηκόντων αίρεται αυτοδικαίως από την έκδοση της απόφασης του υπηρεσιακού συμβουλίου ή την πάροδο της παραπάνω δεκαπενθήμερης προθεσμίας, χωρίς να έχει εκδοθεί η απόφαση του συμβουλίου.

10. Ποιοι μπορούν να παραγγείλουν την πειθαρχική δίωξη του δικαστικού υπαλλήλου; (πειθαρχικά όργανα)

Άρθρο 178 παρ. 1 ΚΔΥ
Αρμόδιος για την άσκηση της πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της γραμματείας ή υπηρεσίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών είναι ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, αντίστοιχα, που αναδεικνύονται, με τον αναπληρωτή τους, με κλήρωση, η οποία διενεργείται το πρώτο δεκαπενθήμερο του Δεκεμβρίου κάθε έτους, με επιμέλεια του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας, μεταξύ όλων των δικαστών ή εισαγγελέων, κατά περίπτωση, που υπηρετούν στο δικαστήριο ή την εισαγγελία, πλην του διευθύνοντος το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή του προέδρου του τριμελούς συμβουλίου διεύθυνσης. Για την κλήρωση εφαρμόζεται αναλόγως η διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις για την κλήρωση των μελών των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων. Στην περίπτωση του δεύτερου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 180, την πειθαρχική δίωξη ασκεί ο μόνος δικαστής ή εισαγγελέας που υπηρετεί. Αρμόδιος για την άσκηση πειθαρχικής δίωξης των υπαλλήλων της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και της Γενικής Επιτροπείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων είναι ο νεότερος Αντεπίτροπος. Πειθαρχική δίωξη μπορεί επίσης να ασκεί για τους υπαλλήλους της υπηρεσίας του ο υπάλληλος που διευθύνει τη γραμματεία δικαστηρίου ή την εισαγγελία. Στο Ελεγκτικό Συνέδριο την αρμοδιότητα αυτή ασκούν οι γενικοί συντονιστές.

Άρθρο 178 παρ. 3 ΚΔΥ
Ο Υπουργός Δικαιοσύνης μπορεί να παραγγείλει πειθαρχική δίωξη κάθε δικαστικού υπαλλήλου.

Άρθρο 178 παρ. 5 ΚΔΥ
Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων μπορούν να παραγγείλουν την άσκηση πειθαρχικής δίωξης κατά δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα αντίστοιχα δικαστήρια και υπηρεσίες. Την ίδια παραγγελία μπορούν να απευθύνουν και τα αρμόδια πειθαρχικά συμβούλια.

11. Αν δικαστικός υπάλληλος έχει δύο πειθαρχικά παραπτώματα θα τιμωρηθεί με μία ποινή ή δύο;

Άρθρο 172 παρ. 3 ΚΔΥ
Αν το πειθαρχικό όργανο επιλαμβάνεται για περισσότερα πειθαρχικά παραπτώματα, με την πειθαρχική απόφαση επιβάλλεται μία μόνο ποινή σε κάθε δικαστικό υπάλληλο, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλα τα παραπτώματα του διωκόμενου.

12. Πότε καταρτίζεται η υπαλληλική σχέση;

Άρθρο 14 άρθρο 1 ΚΔΥ
Η υπαλληλική σχέση καταρτίζεται με τον διορισμό και την αποδοχή του.

13. Ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για τον αναδιορισμό του δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 17 παρ. 1 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος που απολύθηκε λόγω σωματικής ή νοητικής αναπηρίας για την εκτέλεση των καθηκόντων του αναδιορίζεται εφόσον α) υποβάλλει αίτηση αναδιορισμού μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε (5) ετών από την απόλυση, β) είχε τουλάχιστον τριετή ευδόκιμη υπηρεσία, και γ) έχει όλα τα τυπικά προσόντα που απαιτούνται για την κατάληψη της θέσης κατά τον χρόνο του αναδιορισμού.

14. Πως αποδεικνύεται η ηλικία διορισμού του δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 4 παρ. 2 ΚΔΥ
Η ηλικία αποδεικνύεται από το δελτίο ταυτότητας και, σε περίπτωση αμφισβήτησης, από τη ληξιαρχική πράξη γέννησης που έχει συνταχθεί μέσα σε ενενήντα (90) ημέρες από τη γέννηση. Αν δεν υπάρχει τέτοια πράξη, η ηλικία αποδεικνύεται από τα μητρώα αρρένων για τους άνδρες και από το γενικό μητρώο δημοτών (δημοτολόγιο) για τις γυναίκες.

15. Πότε μπορεί ένας δικαστικός υπάλληλος να ασκήσει ένσταση κατά την έκθεση αξιολόγησης του;

Άρθρο 132 παρ. 6 ΚΔΥ
Ο αξιολογούμενος δικαιούται να ασκήσει ενώπιον του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου ένσταση κατά της έκθεσης αξιολόγησης, αν ο μέσος όρος βαθμολογίας της έκθεσης αξιολόγησης είναι μικρότερος του εβδομήντα πέντε (75), καθώς επίσης και για α) διόρθωση της βαθμολογίας στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων στα οποία η διαφορά βαθμού του πρώτου με τον δεύτερο αξιολογητή είναι μεγαλύτερη από είκοσι τέσσερις (24) μονάδες, β) διόρθωση της αξιολόγησης στα κριτήρια ή στις κατηγορίες κριτηρίων για τα οποία ελλείπει η απαιτούμενη κατά την παρ. 5 του άρθρου 133 και την παρ. 5 του άρθρου 134 ειδική αιτιολογία, γ) διόρθωση της βαθμολογίας, σε περίπτωση που ο αξιολογηθείς κατά το προηγούμενο έτος ως άριστος βαθμολογηθεί συνολικά με βαθμό κάτω του ενενήντα (90) και δ) διαγραφή ανακριβών γεγονότων και καταστάσεων που μνημονεύονται στην έκθεση και διόρθωση της βαθμολογίας η οποία στηρίχθηκε στα γεγονότα και τις καταστάσεις αυτές. Η ένσταση, η οποία περιλαμβάνει επί ποινή απαραδέκτου αναλυτικά τα συγκεκριμένα στοιχεία και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία ο αξιολογούμενος θεμελιώνει τους ισχυρισμούς του, ασκείται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δέκα (10) εργασίμων ημερών από την κοινοποίηση της έκθεσης αξιολόγησης στον υπάλληλο. Η ένσταση κατατίθεται στην υπηρεσία του υπαλλήλου, διαβιβάζεται στο υπηρεσιακό συμβούλιο που κοινοποιείται στον Υπουργό Δικαιοσύνης. Ειδικώς για την παρ. α, ένσταση δικαιούται να ασκήσει υπέρ της υπηρεσίας και ο Υπουργός Δικαιοσύνης.

16. Ποια είναι τα πειθαρχικά παραπτώματα;

Άρθρο 165 παρ. 2 ΚΔΥ
Πειθαρχικά παραπτώματα είναι ιδίως:
α) Πράξεις με τις οποίες εκδηλώνεται άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος ή έλλειψη αφοσίωσης στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία.
β) Η παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους.
γ) Η αναξιοπρεπής ή ανάρμοστη ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή εντός και εκτός υπηρεσίας. Σε καμιά περίπτωση αυτή καθαυτή η άσκηση συνδικαλιστικής, πολιτικής ή κοινωνικής δράσης δεν συνιστά τέτοια διαγωγή.
δ) Η αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των καθηκόντων.
ε) Η άρνηση ή η παρέλκυση εκτέλεσης υπηρεσίας.
στ) Η αμέλεια και η πλημμελής ή μη έγκαιρη εκπλήρωση του καθήκοντος.
ζ) Η άσκηση επαγγέλματος ή η εκτέλεση έργου με αμοιβή χωρίς προηγούμενη άδεια της υπηρεσίας.
η) Η απείθεια και η άρνηση συμμόρφωσης στις νόμιμες εντολές των προϊσταμένων.
θ) Η δημοσίως, εγγράφως ή προφορικώς, άσκηση κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης αρχής, εφόσον από δόλο ή βαριά αμέλεια χρησιμοποιούνται προδήλως ανακριβή στοιχεία ή χαρακτηριστικά απρεπείς εκφράσεις.
ι) Η ανάρμοστη συμπεριφορά προς τους δικαστικούς λειτουργούς, τους υπαλλήλους της γραμματείας ή υπηρεσίας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας και τους πολίτες.
ια) Η μη εξυπηρέτηση των πολιτών και η μη έγκαιρη διεκπεραίωση των υποθέσεων.
ιβ) Η αδικαιολόγητη προτίμηση νεότερων υποθέσεων και η παραμέληση παλαιοτέρων.
ιγ) Η σύνταξη αναμφίβολα μεροληπτικής έκθεσης αξιολόγησης ουσιαστικών προσόντων, καθώς και η παράλειψη κατάρτισης έκθεσης αξιολόγησης.
ιδ) Η αναληθής δήλωση της περιουσιακής κατάστασης ή η μη υποβολή της, όταν απαιτείται από τον νόμο.
ιε) Η παράβαση του καθήκοντος της εχεμύθειας.
ιστ) Η χρησιμοποίηση της υπαλληλικής ιδιότητας ή πληροφοριών που κατέχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της υπηρεσίας ή της θέσης του, για την εξυπηρέτηση ιδιωτικών συμφερόντων του ίδιου ή άλλων προσώπων.
ιζ) Η αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία.
ιη) Η φθορά λόγω ασυνήθιστης χρήσης ή εγκατάλειψης ή η παράνομη χρήση πράγματος, το οποίο ανήκει στην υπηρεσία.
ιθ) Η χρησιμοποίηση τρίτων προσώπων για την απόκτηση υπηρεσιακής εύνοιας ή για την πρόκληση ματαίωσης ή τη ματαίωση διαταγής της υπηρεσίας.
κ) Η άμεση ή μέσω τρίτου προσώπου συμμετοχή σε δημοπρασία, την οποία διενεργεί η αρχή στην οποία ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος ή επιτροπή μέλος της οποίας είναι ο δικαστικός υπάλληλος.
κα) Η άρνηση του δικαστικού υπαλλήλου να ικανοποιήσει το δικαίωμα των πολιτών να λαμβάνουν γνώση εγγράφων και άλλων στοιχείων που τηρούνται στην υπηρεσία.
κβ) Η αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση.
κγ) Η μη τήρηση του ωραρίου από τον υπάλληλο και η παράλειψη του προϊσταμένου να ελέγχει την τήρησή του.
κδ) Η κατάθεση, η χρήση, η συμπερίληψη και η διατήρηση στον ατομικό υπηρεσιακό φάκελο υπαλλήλου πλαστού, νοθευμένου ή παραποιημένου πιστοποιητικού ή τίτλου ή βεβαίωσης.
κε) Η παράβαση της παρ. 3 του άρθρου 94.
κστ) Η παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 114.

17. Ποιοι είναι οι εισαγωγικοί βαθμοί των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ;

Άρθρο 20 παρ. 3 ΚΔΥ
Εισαγωγικός βαθμός των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ είναι ο βαθμός Δ και της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός Ε. Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος, εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ), εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β. Ο χρόνος φοίτησης στην ΕΣΔΔΑ υπολογίζεται ως πλεονάζων στον Β’ βαθμό. Για τους αριστούχους προσμετράται ένα (1) επιπλέον έτος στον ίδιο βαθμό. Ο χρόνος φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών υπολογίζεται ως πλεονάζων στον κατά περίπτωση εισαγωγικό βαθμό. Η παραμονή στον εισαγωγικό βαθμό διαρκεί τουλάχιστον για δύο (2) έτη, ανεξαρτήτως των τυπικών προσόντων που αποκτά ο δικαστικός υπάλληλος στο ενδιάμεσο διάστημα.

18. Γίνεται αίτηση μετάθεσης δικαστικού υπαλλήλου από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης στο αντίστοιχο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, ποιος θα αποφανθεί επί της αιτήσεως;

Άρθρο 149 παρ. 3 ΚΔΥ
Η μετάθεση διενεργείται με πράξη του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, ύστερα από σύμφωνη γνώμη του οικείου υπηρεσιακού συμβουλίου. Κατά τους μήνες Απρίλιο και Νοέμβριο κάθε έτους αποστέλλονται από την αρμόδια υπηρεσία στα οικεία υπηρεσιακά συμβούλια τα ερωτήματα περί μεταθέσεων. Με βάση τα ερωτήματα αυτά, τα υπηρεσιακά συμβούλια επιλαμβάνονται, έως τις 31 Μαΐου και έως της 31 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

19. Δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται για τρεις συνεχόμενες χρονιές με 45/100, ποιες είναι οι συνέπειες;

Άρθρο 133 παρ. 9 ΚΔΥ
Με τους βαθμούς από σαράντα (40) έως σαράντα εννέα (49) βαθμολογούνται οι ανεπαρκείς υπάλληλοι.

Άρθρο 133 παρ. 13 ΚΔΥ
Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ανεπαρκής σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων επί τρεις (3) συνεχόμενες αξιολογήσεις, ακολουθείται υποχρεωτικά η διαδικασία της παρ. 12

Άρθρο 133 παρ. 12 ΚΔΥ
Εφόσον ο υπάλληλος κριθεί ακατάλληλος σε μία ή περισσότερες κατηγορίες κριτηρίων, η έκθεση αξιολόγησης, στην οποία περιέχεται και αιτιολογημένη κρίση περί του εάν ο υπάλληλος μπορεί, παρά ταύτα, να παραμείνει στην υπηρεσία, διαβιβάζεται στο οικείο δικαστικό συμβούλιο, προκειμένου να εξεταστεί εάν συντρέχει περίπτωση λύση της υπαλληλικής σχέσης.

20. Δικαστικός υπάλληλος που βρίσκεται σε διαθεσιμότητα μπορεί να εκτελεί κανονικά τα καθήκοντά του;

Άρθρο 160 παρ. 2 ΚΔΥ
Η θέση σε διαθεσιμότητα συνεπάγεται την παύση κάθε παρεπόμενης απασχόλησης την οποία έχει ο δικαστικός υπάλληλος λόγω της ιδιότητας του.

Άρθρο 99 παρ. 3 Υπαλληλικός Κώδικας Δημοσίων Υπαλλήλων & Υπαλλήλων ΝΠΔΔ
Κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας παύει η άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου, κύριων ή παρεπόμενων. Ο χρόνος της διαθεσιμότητας δεν υπολογίζεται για βαθμολογική εξέλιξη.

21. Αν δικαστικός υπάλληλος πάρει άδεια ασθένειας τέκνου, ο χρόνος της άδειας προσμετράται σαν χρόνος πραγματικής υπηρεσίας; Σε περίπτωση διαθεσιμότητας ισχύει το ίδιο;

Άρθρο 104 παρ. 9 ΚΔΥ
Δικαστικοί υπάλληλοι που έχουν ανήλικα τέκνα δικαιούνται άδεια με αποδοχές έως τέσσερις (4) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος σε περίπτωση ασθένειας των τέκνων τους. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι τρίτεκνοι η ως άνω άδεια ανέρχεται σε εφτά (7) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος και για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι πολύτεκνοι σε δέκα (10) εργάσιμες ημέρες. Για τους δικαστικούς υπαλλήλους που είναι μονογενείς, η ως άνω άδεια ανέρχεται σε οχτώ (8) εργάσιμες ημέρες για κάθε ημερολογιακό έτος.

Άρθρο 97 παρ. 6 ΚΔΥ
Μετά τη λήξη του χρόνου αναρρωτικής άδειας ή διαθεσιμότητας και εφόσον εκκρεμεί διαδικασία απόλυσης του δικαστικού υπαλλήλου λόγω σωματικής ή πνευματικής αναπηρίας για την εκτέλεση καθηκόντων δικαστικού υπαλλήλου, καταβάλλεται ο μισθός της διαθεσιμότητας, μέχρις ότου λυθεί η υπαλληλική σχέση.

22. Ποια η προθεσμία για αποδοχή θέσης από δικαστικό υπάλληλο;

Άρθρο 13 παρ. 1 ΚΔΥ
Η πράξη διορισμού κοινοποιείται στον διοριζόμενο το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της περίληψής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

Άρθρο 13 παρ. 2 ΚΔΥ
Η κοινοποίηση γίνεται με έγγραφο του προϊσταμένου του αρμόδιου τμήματος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμός του φύλλου της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως όπου δημοσιεύθηκε η περίληψη της πράξης διορισμού και το οποίο επιδίδεται με απόδειξη στην κατοικία του διοριζομένου, είτε στον ίδιο είτε σε πρόσωπο που συνοικεί με αυτόν. Με το έγγραφο αυτό τάσσεται προθεσμία τουλάχιστον δέκα (10) και το πολύ τριάντα (30) ημερών για ορκωμοσία του διοριζομένου και ανάληψη υπηρεσίας. Αν δεν καθορίζεται τέτοια προθεσμία, θεωρείται ότι έχει ταχθεί προθεσμία τριάντα (30) ημερών. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί έως έξι (6) μήνες, μόνο μία φορά, για εξαιρετικούς λόγους.

Άρθρο 14 παρ. 2 ΚΔΥ
Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία.

23. Ανακαλείται ο διορισμός δικαστικού υπαλλήλου με οκταετή προϋπηρεσία λόγω πλαστογραφίας του τίτλου σπουδών του από τον ίδιο;

Άρθρο 16 παρ. 2 ΚΔΥ
Η πράξη διορισμού που έγινε κατά παράβαση νόμου ανακαλείται εντός διετίας από τη δημοσίευση της περίληψής της. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας αυτής η πράξη διορισμού ανακαλείται εάν αυτός που διορίστηκε προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός του έγινε κατά παράβαση των άρθρων 3 και 7 (ιθαγένεια και ποινική καταδίκη).

24. Ποιες ποινές μπορούν να επιβάλλουν τα μονομελή πειθαρχικά όργανα σε περίπτωση πειθαρχικής δίωξης δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 180 παρ. 2 ΚΔΥ
Τα μονομελή πειθαρχικά όργανα μπορούν να επιβάλλουν, με αιτιολογημένη απόφασή τους, την ποινή της έγγραφης επίπληξης ή του προστίμου έως και του ενός δευτέρου (1/2) των μηνιαίων αποδοχών του δικαστικού υπαλλήλου.

25. Ποιος καταλογίζει τον δικαστικό υπάλληλο που ζημίωσε το δημόσιο από βαριά αμέλεια;

Άρθρο 123 παρ. 2 ΚΔΥ
Η ζημία καταλογίζεται στον δικαστικό υπάλληλο με αίτηση που ασκείται από τον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Ως ζημιογόνο γεγονός νοείται κάθε πράξη, νομική ή υλική, ή παράλειψη που συνδέεται αιτιωδώς με την παρέλευση της ζημίας, εφόσον διαπράχθηκε κατά την άσκηση των υπαλληλικών του καθηκόντων ή κατ’ εκμετάλλευση ή κατά κατάχρηση ή καθ’ υπέρβαση αυτών. Για την άσκηση αίτησης καταλογισμού συνεπεία καταβολής αποζημίωσης προς τρίτο δυνάμει δικαστικής απαιτείται η απόφαση αυτή να έχει καταστεί αμετάκλητη.

26. Αν ο υποψήφιος δικαστικός υπάλληλος έχει τελέσει πλημμέλημα από αμέλεια μπορεί να συμμετάσχει στον διαγωνισμό της ΕΣΔΙ δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 7 παρ. 1β ΚΔΥ
Όσοι έχουν παραπεμφθεί με τελεσίδικο βούλευμα ή με απευθείας κλήση για κακούργημα ή με τελεσίδικο βούλευμα για πλημμέλημα της περ. α μπορούν να λαμβάνουν μέρος στις διαδικασίες επιλογής, αλλά δεν διορίζονται δικαστικοί υπάλληλοι, εάν κατά τον χρόνο διορισμού δεν έχει εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική απόφαση ή αμετάκλητο αθωωτικό βούλευμα.

27. Πως διακρίνονται τα πειθαρχικά όργανα;

Άρθρο 179 παρ. 1 ΚΔΥ
Μονομελή πειθαρχικά όργανα είναι οι προϊστάμενοι ή οι πρόεδροι των τριμελών συμβουλίων διεύθυνσης των δικαστηρίων και των εισαγγελιών, ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείς στο Ελεγκτικό Συνέδριο και ο Γενικός Επίτροπος των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.

Άρθρο 179 παρ. 2 ΚΔΥ
Πολυμελή πειθαρχικά όργανα είναι τα υπηρεσιακά ή δικαστικά συμβούλια, κατά περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 181.

28. Ποιες οι κατηγορίες των αδειών (ονομαστικά);

Άρθρο 101 ΚΔΥ (κανονικές άδειες)
Άρθρο 102 ΚΔΥ (απουσία κατά την περίοδο των δικαστικών διακοπών)
Άρθρο 103 ΚΔΥ (άδειες μητρότητας)
Άρθρο 104 ΚΔΥ (γονικές άδειες ανατροφής τέκνου)
Άρθρο 105 ΚΔΥ (άδειες εξετάσεων)
Άρθρο 106 ΚΔΥ (αναρρωτικές άδειες)
Άρθρο 107 ΚΔΥ (ειδικές άδειες)
Άρθρο 108 ΚΔΥ (συνδικαλιστικές άδειες)
Άρθρο 109 ΚΔΥ (άδειες χωρίς αποδοχές)

29. Επιτρέπεται στον δικαστικό υπάλληλο η άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή;

Άρθρο 118 παρ. 1 ΚΔΥ
Απαγορεύεται στον δικαστικό υπάλληλο να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή. Κατ’ εξαίρεση η άσκησή τους επιτρέπεται ύστερα από άδεια, εφόσον δεν είναι ασυμβίβαστα με τα καθήκοντα της θέσης του δικαστικού υπαλλήλου και δεν παρεμποδίζουν την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του.

30. Επιτρέπεται ο δικαστικός υπάλληλος να συμμετέχει σε σωματείο, ετερόρρυθμη εταιρεία, συνεταιρισμό ή σε ανώνυμη εταιρεία;

Άρθρο 119 παρ. 1 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος υποχρεούται να δηλώνει στην υπηρεσία του τη συμμετοχή του σε νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου οποιασδήποτε μορφής, εκτός των σωματείων και των κοινωφελών ιδρυμάτων.

Άρθρο 119 παρ. 2 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος απαγορεύεται να συμμετέχει σε προσωπική εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνη ή σε κοινοπραξία ή να είναι διαχειριστικής προσωπικής εμπορικής εταιρείας ή εταιρείας περιορισμένης ευθύνης ή διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανώνυμης εταιρείας και να μετέχει στη διοίκηση ανώνυμης εταιρείας. Ο δικαστικός υπάλληλος επιτρέπεται να συμμετέχει σε συνεταιρισμό ή στη διοίκησή του, ύστερα από άδεια που χορηγείται με τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2 του άρθρου 118.

31. Πότε επιτρέπεται η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα;

Άρθρο 157 παρ. 2 ΚΔΥ
Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση κλάδου ανώτερης κατηγορίας του ίδιου ή άλλου τομέα επιτρέπεται με αίτησή του, μετά τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, εφόσον απέκτησε τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση αυτή μετά την υποβολή της αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία επιλογής της παρ. 2 του άρθρου 11 ή μετά τη συμπλήρωση οκταετούς δημόσιας υπηρεσίας, εφόσον κατείχε πριν από την υποβολή της αίτησης συμμετοχής του στη διαδικασία αυτή τα τυπικά προσόντα της θέσης στην οποία επιθυμεί να μεταταγεί.

32. Σε ποιο βαθμό μετατάσσονται οι δικαστικοί υπάλληλοι;

Άρθρο 157 παρ. 5 ΚΔΥ
Οι δικαστικοί υπάλληλοι μετατάσσονται με τον βαθμό τον οποίο κατέχουν. Αν ο εισαγωγικός βαθμός του κλάδου στον οποίο μετατάσσεται ο υπάλληλος είναι ανώτερος του βαθμού που κατέχει, μετατάσσεται με τον εισαγωγικό αυτό βαθμό. Ο χρόνος υπηρεσίας που έχει διανυθεί στον βαθμό με τον οποίο ο υπάλληλος μετατάσσεται, εφόσον έχει διανυθεί με τον τίτλο σπουδών που απαιτείται για τον κλάδο αυτόν.

33. Για ποιες πειθαρχικές ποινές επιβάλλεται η ποινή της οριστικής παύσης;

Άρθρο 166 παρ. 2 ΚΔΥ
Η ποινή της οριστικής παύσης μπορεί να επιβληθεί μόνο για τα ακόλουθα παραπτώματα:
α) παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους,
β) αποδοχή από τον δικαστικό υπάλληλο οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος που προέρχεται από πρόσωπο του οποίου τις υποθέσεις χειρίζεται ή πρόκειται να χειριστεί κατά την άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων, έστω και αν δεν συνιστά δωροδοκία,
γ) χαρακτηριστικώς αναξιοπρεπή ή ανάξια για δικαστικό υπάλληλο διαγωγή, εντός και εκτός της υπηρεσίας,
δ) παράβαση της υποχρέωσης εχεμύθειας,
ε) αδικαιολόγητη αποχή από την εκτέλεση των υπηρεσιακών καθηκόντων πάνω από είκοσι δύο (22) εργάσιμες ημέρες συνεχώς ή πάνω από τριάντα (3) εργάσιμες ημέρες σε διάστημα ενός (1) έτους ή πάνω από πενήντα (50) εργάσιμες ημέρες εντός μίας τριετίας,
ζ) εμμονή στην αδικαιολόγητη παράλειψη παρουσίασης για ιατρική εξέταση,
η) για οποιοδήποτε πειθαρχικό παράπτωμα, αν κατά την προηγούμενη της διάπραξης του διετία είχαν επιβληθεί στον δικαστικό υπάλληλο τρεις (3) πειθαρχικές ποινές, ανώτερες του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός ή κατά το προηγούμενο της διάπραξής του έτος είχε τιμωρηθεί για το ίδιο παράπτωμα με ποινή ανώτερη του προστίμου αποδοχών ενός (1) μηνός.

34. Ποιος είναι ο αριθμός των αξιολογητών;

Άρθρο 132 παρ. 1 ΚΔΥ
Κάθε δικαστικός υπάλληλος αξιολογείται αυτοτελώς από δύο (2) αξιολογητές, οι οποίοι συντάσσουν υποχρεωτικά εκθέσεις αξιολόγησης. Πρώτος αξιολογητής είναι ο άμεσος προϊστάμενος του και δεύτερος ο αμέσως ανώτερος προϊστάμενος. Ως προϊστάμενοι για την εφαρμογή της παρούσας θεωρούνται οι δικαστικοί υπάλληλοι, προϊστάμενοι των οικείων οργανικών μονάδων. Σε περίπτωση απόσπασης, η αξιολόγηση γίνεται από τον προϊστάμενο της Υπηρεσίας στην οποία είναι αποσπασμένος ο υπάλληλος. Αν, λόγω της θέσης του αξιολογουμένου στην οικεία υπηρεσιακή μονάδα ή της διάρθρωσης των υπηρεσιών του οικείου δικαστηρίου ή εισαγγελίας, στο οποίο υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος ή, εφόσον δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, ο διευθύνων το δικαστήριο ή την εισαγγελία ή τη γενική επιτροπεία ή δικαστικός λειτουργός που ορίζεται από αυτόν. Αν δεν υπάρχει ούτε άμεσος προϊστάμενος δικαστικός υπάλληλος, μόνος αξιολογητής είναι δικαστικός λειτουργός, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πέμπτο εδάφιο. Ειδικά για τους υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο προϊστάμενος τμήματος και δεύτερος ο Επίτροπος στην Υπηρεσία Επιτρόπου στην οποία ανήκει, για τους προϊσταμένους τμήματος, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο Επίτροπος και δεύτερος αξιολογητής ο καθ’ ύλην αρμόδιος Γενικός Συντονιστής, για τους Επιτρόπους, πρώτος αξιολογητής ορίζεται ο δικαστικός λειτουργός ο οποίος άσκησε επιθεώρηση κατά το αξιολογούμενο χρονικό διάστημα στην υπηρεσία Επιτρόπου σύμφωνα με τα άρθρα 124 έως 130 του π.δ.1225/1981 (Α’ 304_. Για τους Γενικούς Συντονιστές, αξιολογητής είναι ο Πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

35. Ποια η βαθμολογική εξέλιξη με διδακτορικό και δεύτερο μεταπτυχιακό δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 139 παρ. 3 ΚΔΥ
Για τους δικαστικούς υπαλλήλους κατηγορίας ΔΕ που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν αποφοιτήριο τίτλο δημόσιο ΙΕΚ διάρκειας σπουδών δύο (2) ετών, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους δικαστικούς υπάλληλους κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ, που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν μεταπτυχιακό δίπλωμα σπουδών διάρκειας ενός (1) τουλάχιστον έτους, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά δύο (2) έτη. Για τους δικαστικούς υπάλληλους που κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους αποκτούν διδακτορικό δίπλωμα ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται συνολικά κατά έξι (6) έτη. Αν ο υπάλληλος αποκτήσει μεταπτυχιακό και διδακτορικό δίπλωμα, η κατά τα ανωτέρω μείωση του χρόνου αφορά μόνο το διδακτορικό δίπλωμα. Σε περίπτωση κατοχής περισσοτέρων του ενός μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών, ο χρόνος που απαιτείται για τη βαθμολογική εξέλιξη μειώνεται κατά ένα (1) έτος για κάθε τίτλο πέραν του ενός.

36. Πόσο χρονικό διάστημα πρέπει να είναι κάποιος προϊστάμενος για να συντάξει έκθεση αξιολόγησης δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 132 παρ. 2 ΚΔΥ
Κάθε αξιολογητής υποχρεούται να συντάσσει εκθέσεις αξιολόγησης για όλους τους υπαλλήλους αρμοδιότητάς του, εφόσον προΐστατο αυτών κατά το προηγούμενο έτος για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, ανεξάρτητα αν είχε τοποθετηθεί με σχετική απόφαση ή όχι, έστω και αν κατά τον χρόνο σύνταξης των εκθέσεων υπηρετεί σε άλλη Υπηρεσία. Αν ο προϊστάμενος άσκησε καθήκοντα για έξι (6) τουλάχιστον μήνες, αλλά η υπαλληλική σχέση λύθηκε λόγω παραίτησης ή αυτοδίκαιης απόλυσης από την υπηρεσία, οι εκθέσεις αξιολόγησης συντάσσονται και υποβάλλονται με μέριμνα της αρμόδιας μονάδας προσωπικού, πριν από την αποχώρησή του και πάντως εντός τριμήνου από αυτή.

37. Πως διορίζονται οι δικαστικοί υπάλληλοι και ποια η διαδικασία αποδοχής της θέσης τους;

Άρθρο 12 παρ. 1 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος διορίζεται με απόφαση του αρμόδιου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια απόφαση ο διοριζόμενος τοποθετείται σε γραμματεία ή άλλη υπηρεσία δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε γενική επιτροπεία.

Άρθρο 14 παρ. 2 ΚΔΥ
Η αποδοχή δηλώνεται με την ορκωμοσία.

38. Επιτρέπεται στους δικαστικούς υπαλλήλους να εκδηλώνουν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις;

Άρθρο 94 παρ. 3 ΚΔΥ
Οι δικαστικοί υπάλληλοι δεν εκδηλώνουν ή διαδίδουν τις πολιτικές, φιλοσοφικές ή θρησκευτικές τους πεποιθήσεις κατά την άσκηση των καθηκόντων τους ή χρησιμοποιώντας την ιδιότητά τους.

39. Τι νοείται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία;

Άρθρο 158 παρ. 2 ΚΔΥ
Ως πραγματική δημόσια υπηρεσία νοείται κάθε υπηρεσία που έχει διανυθεί στο Δημόσιο, νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης της Ελλάδας ή άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), καθώς και στα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία που με βάση ειδικές διατάξεις αναγνωρίζεται ως πραγματική δημόσια υπηρεσία για βαθμολογική εξέλιξη.

40. Τι θα συμβεί στην περίπτωση που δεν παρουσιαστεί ο δικαστικός υπάλληλος για ανάληψη υπηρεσίας;

Άρθρο 13 παρ. 4 ΚΔΥ
Η μη εμπρόθεσμη προσέλευση του διοριζόμενου για ορκωμοσία και ανάληψη υπηρεσίας θεωρείται μη αποδοχή του διορισμού.

41. Πόσο διαρκεί και πως διενεργείται η απόσπαση δικαστικού υπαλλήλου; Επιτρέπεται να αποσπαστεί ξανά ο ίδιος δικαστικός υπάλληλος;

Άρθρο 156 παρ. 2 ΚΔΥ
Η απόσπαση διενεργείται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από σύμφωνη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου, στην αρμοδιότητα του οποίου ανήκει ο δικαστικός υπάλληλος. Αν η γραμματεία ή η υπηρεσία, στην οποία πρόκειται να αποσπασθεί ο δικαστικός υπάλληλος υπάγεται στην αρμοδιότητα άλλου υπηρεσιακού συμβουλίου απαιτείται σύμφωνη γνώμη και του συμβουλίου αυτού.

Άρθρο 156 παρ. 4 ΚΔΥ
Η διάρκεια της απόσπασης δεν μπορεί να υπερβεί το ένα (1) έτος. Παράταση επιτρέπεται μόνο επί ένα (1) έτος ακόμη, με την ίδια διαδικασία. Ο χρόνος της απόσπασης λογίζεται για κάθε συνέπεια ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας στη θέση στην οποία ο υπάλληλος ανήκει οργανικά.

Άρθρο 156 παρ. 5 ΚΔΥ
Νέα απόσπαση του ίδιου δικαστικού υπαλλήλου δεν επιτρέπεται πριν παρέλθει τριετία από τη λήξη της προηγούμενης.

42. Ποιες οι αρμοδιότητες δικαστικών και υπηρεσιακών συμβουλίων;

Άρθρο 88 παρ. 1 ΚΔΥ
Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει σε πρώτο βαθμό για τη μονιμοποίηση και την παύση των δικαστικών υπαλλήλων του αντίστοιχου ανώτατου δικαστηρίου για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια, αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια.

Άρθρο 88 παρ. 1Α ΚΔΥ
Το πενταμελές δικαστικό συμβούλιο του εφετείου και του διοικητικού εφετείου αποφασίζει σε πρώτο βαθμό για τη μονιμοποίηση των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στα δικαστήρια και στις εισαγγελίες της περιφέρειάς τους και στη Γενική Επιτροπεία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, καθώς και για την παύση τους για βαρύ πειθαρχικό παράπτωμα, ασθένεια, αναπηρία ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια.

Άρθρο 88 παρ. 2 ΚΔΥ
Το επταμελές δικαστικό συμβούλιο του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών δικαστικών συμβουλίων της οικείας δικαιοδοσίας.

Άρθρο 88 παρ. 3 ΚΔΥ
Το υπηρεσιακό συμβούλιο του εφετείου και του διοικητικού εφετείου επιλαμβάνεται σε πρώτο βαθμό για κάθε θέμα υπηρεσιακής κατάστασης και για τις πειθαρχικές υποθέσεις των δικαστικών υπαλλήλων που υπηρετούν στις γραμματείες δικαστηρίων και εισαγγελιών της περιφέρειάς τους, για την επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων τμημάτων στις ίδιες γραμματείες, καθώς και για την εξέταση των ενστάσεων κατά των εκθέσεων αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων. Για τους υπαλλήλους της γραμματείας της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αρμόδιο είναι το υπηρεσιακό συμβούλιο του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.

Άρθρο 88 παρ. 4 ΚΔΥ
Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Συμβουλίου της Επικρατείας υπάγονται: α) τα θέματα της παρ. 3 που αφορούν στους υπαλλήλους της γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας β) η μετάθεση και η απόσπαση υπαλλήλων της γραμματείας των διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων από την περιφέρεια ενός διοικητικού εφετείου σε άλλη, καθώς και η απόσπαση στη γραμματεία του Συμβουλίου της Επικρατείας γ) η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που αναφέρονται στην περ β, δ) η απόφαση σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πε-νταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων των διοικητικών εφετείων.

Άρθρο 88 παρ. 5 ΚΔΥ
Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Αρείου Πάγου υπάγονται: α) τα θέματα της παρ. 3 που αφορούν στους υπαλλήλους του και τους υπαλλήλους της γραμματείας της εισαγγελίας του, β) η μετάθεση και η απόσπαση υπαλλήλων του δικαστηρίου αυτού και της γραμματείας της εισαγγελίας του, των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και των εισαγγελιών τους από την περιφέρεια ενός εφετείου σε άλλη ή στη γραμματεία του Αρείου Πάγου ή της εισαγγελίας του, γ) η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων γενικών διευθύνσεων και διευθύνσεων των υπηρεσιών που προβλέπονται στην περ. β, δ) η απόφαση σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων και εφετείων.

Άρθρο 88 παρ. 6 ΚΔΥ
Στην αρμοδιότητα του πενταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπάγονται τα θέματα υπηρεσιακής κατάστασης και οι πειθαρχικές υποθέσεις των υπαλλήλων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, η επιλογή και τοποθέτηση προϊσταμένων οργανικών μονάδων, καθώς και η εξέταση των ενστάσεων κατά των εκθέσεων αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων.

Άρθρο 88 παρ. 7 ΚΔΥ
Το επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο αποφασίζει σε δεύτερο βαθμό επί διαφωνίας του Υπουργού Δικαιοσύνης ή προσφυγής δικαστικού υπαλλήλου κατά των αποφάσεων των πενταμελών υπηρεσιακών συμβουλίων και ανώτατων δικαστηρίων του ίδιου κλάδου δικαιοδοσίας.

Άρθρο 88 παρ. 8 ΚΔΥ
Τα επταμελή υπηρεσιακά συμβούλια του τομέα γνωμοδοτούν για την απονομή επαίνου και μεταλλίου διακεκριμένων πράξεων.

Άρθρο 88 παρ. 9 ΚΔΥ
Τα δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια αποφασίζουν ή γνωμοδοτούν για κάθε άλλο θέμα υπηρεσιακής κατάστασης των δικαστικών υπαλλήλων, για το οποίο απαιτείται κατά νόμο απόφαση ή γνωμοδότηση, αντιστοίχως, του υπηρεσιακού συμβουλίου.

43. Σε περίπτωση που πολιτευτεί ένας δικαστικός υπάλληλος, πως συντελείται η επάνοδος του στην υπηρεσία;

Άρθρο 110 παρ. 1 ΚΔΥ
Δικαστικοί υπάλληλοι που παραιτούνται υποχρεωτικώς, σύμφωνα με το Σύνταγμα και την εκλογική νομοθεσία, για να ανακηρυχθούν υποψήφιοι σε εκλογές, μπορούν να επανέλθουν στην υπηρεσία μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας ανακήρυξης των εκλεγομένων, αν δεν εκλεγούν, ή μετά την ολοκλήρωση της θητείας τους.

Άρθρο 110 παρ. 2 ΚΔΥ
Η επάνοδος συντελείται αυτοδικαίως με μόνη την υποβολή σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο στην υπηρεσία από την οποία είχε παραιτηθεί. Αν η υπηρεσία αυτή δεν υπάρχει κατά τον χρόνο της επανόδου, η αίτηση υποβάλλεται στην υπηρεσία στην οποία έχουν μεταφερθεί οι υπάλληλοι της υπηρεσίας που καταργήθηκε. Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία ενός (1) μηνός από την ανακήρυξη των εκλεγομένων που προβλέπεται στην παρ. 1 ή από τη λήξη της θητείας. Αν δεν υπάρχει κενή θέση, ο δικαστικός υπάλληλος επανέρχεται προσωρινά ως υπεράριθμος και το υπηρεσιακό συμβούλιο καλείται να κρίνει αν η τοποθέτησή του ως υπεράριθμου εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας. Στην περίπτωση αυτή, συστήνεται προσωποπαγής θέση. Διαφορετικά, το υπηρεσιακό συμβούλιο τοποθετεί τον δικαστικό υπάλληλο στη θέση που κατά τη κρίση του εξυπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας.

44. Πότε ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση και ποια η διαδικασία μονιμοποίησής του;

Άρθρο 138 παρ. 3 ΚΔΥ
Μέσα σε τρεις (3) μήνες από τη συμπλήρωση της δοκιμαστικής υπηρεσίας, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο υποχρεούται να αποφασίσει αν ο δόκιμος δικαστικός υπάλληλος είναι κατάλληλος για μονιμοποίηση. Για τον σκοπό αυτό εκτιμά τα προσόντα του δικαστικού υπαλλήλου, όπως προκύπτουν από τις εκθέσεις αξιολόγησης και τα λοιπά στοιχεία του προσωπικού του μητρώου, καθώς και την επίδοσή του στο πρόγραμμα εισαγωγικής εκπαίδευσης. Αν κριθεί κατάλληλος, ο δικαστικός υπάλληλος, μονιμοποιείται με πράξη του οργάνου που είναι αρμόδιο για τον διορισμό. Με πράξη του ίδιου οργάνου απολύεται ο δικαστικός υπάλληλος που κρίνεται ακατάλληλος.

45. Πως αναδεικνύονται οι δικαστικοί υπάλληλοι στα υπηρεσιακά συμβούλια (αρχαιρεσίες); Ποιοι δικαστικοί υπάλληλοι είναι εκλόγιμοι;

Άρθρο 86 παρ. 8 ΚΔΥ
Οι δικαστικοί υπάλληλοι, μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων και παρατηρητές στα δικαστικά συμβούλια και οι αναπληρωτές τους αναδεικνύονται με εκλογές οι οποίες διεξάγονται ανά διετία με τη χρήση ενιαίου ψηφοδελτίου και με καθολική και μυστική ψηφοφορία, το αργότερο μέχρι τη 15η Ιουνίου του έτους εκλογής.

Άρθρο 86 παρ. 9 ΚΔΥ
Εκλόγιμοι είναι οι δικαστικοί υπάλληλοι με τουλάχιστον δέκα (10) έτη υπηρεσίας. Εξαιρούνται οι προϊστάμενοι γενικής διεύθυνσης, οι προϊστάμενοι διεύθυνσης και οι Γενικοί Συντονιστές του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ομοίως εξαιρούνται οι γραμματείς των υπηρεσιακών και δικαστικών συμβουλίων με τους αναπληρωτές τους για όσο χρόνο ασκούν τα καθήκοντα αυτά, καθώς και όσοι τελούν σε κατάσταση αργίας. Οι υπάλληλοι που τελούν σε απόσπαση έχουν το δικαίωμα να εκλέγονται στα υπηρεσιακά συμβούλια της υπηρεσίας στην οποία υπάγονται οργανικά.

46. Τρόπος συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων στα υπηρεσιακά και δικαστικά συμβούλια.

Ως μέλη στα υπηρεσιακά συμβούλια και ως παρατηρητές στα δικαστικά συμβούλια.

47. Ποιες είναι οι ηθικές αμοιβές που απονέμονται στους δικαστικούς υπαλλήλους για τις εξαιρετικές πράξεις στην υπηρεσία τους;

Άρθρο 136 παρ. 2 ΚΔΥ
Για εξαιρετικές πράξεις στην υπηρεσία τους, που υπερβαίνουν εμφανώς την ευσυνείδητη άσκηση του υπηρεσιακού τους καθήκοντος, καθώς και για την κοινωνική τους δράση, απονέμονται στους υπαλλήλους οι ακόλουθες κατά περίπτωση επιβραβεύσεις:
α) έπαινος
β) μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων με δίπλωμα

Άρθρο 136 παρ. 4 ΚΔΥ
Ο έπαινος απονέμεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση της υπηρεσίας ή και του ίδιου του υπαλλήλου και ειδικά αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου.

Άρθρο 136 παρ. 5 ΚΔΥ
Το μετάλλιο διακεκριμένων πράξεων απονέμεται με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης, μετά από πρόταση της υπηρεσίας ή και του ίδιου του υπαλλήλου και ειδικά αιτιολογημένη σύμφωνη γνώμη του επταμελούς υπηρεσιακού συμβουλίου.

48. Πότε επιβάλλεται η διαθεσιμότητα, πως και ποιες είναι οι απολαβές;

Άρθρο 159 παρ. 1 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος έχει τριετή τουλάχιστον υπηρεσία τίθεται, αυτεπαγγέλτως ή με αίτησή του, σε διαθεσιμότητα λόγω ασθενείας που παρατείνεται πέρα από τον χρόνο αναρρωτικής άδειας που προβλέπεται από το άρθρο 106, είναι όμως ιάσιμη. Για τη σχετική κρίση εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις που ισχύουν για τους δημόσιους διοικητικούς υπαλλήλους. Η πράξη με την οποία ο δικαστικός υπάλληλος τίθεται σε διαθεσιμότητα εκδίδεται από το αρμόδιο για τον διορισμό όργανο, ύστερα από απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου.

Άρθρο 159 παρ. 2 ΚΔΥ
Η διαθεσιμότητα αρχίζει μετά τη λήξη της αναρρωτικής άδειας και δεν μπορεί να υπερβεί συνολικά το ένα (1) έτος. Για δυσίατα νοσήματα η διαθεσιμότητα δεν μπορεί να υπερβεί τα δύο (2) έτη.

49. Πότε η μη εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων αποτελεί κώλυμα διορισμού;

Άρθρο 10 ΚΔΥ
Οι υποψήφιοι δικαστικοί υπάλληλοι έχουν τα προσόντα και δεν έχουν τα κωλύματα του διορισμού τόσο κατά τον χρόνο λήξης της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων όσο και κατά τον χρόνο του διορισμού. Ειδικώς η μη εκπλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων αποτελεί κώλυμα διορισμού, εφόσον αυτές δεν έχουν εκπληρωθεί κατά τον χρόνο διορισμού του υπαλλήλου.

50. Που θα ορκιστεί ο δικαστικός υπάλληλος που διορίζεται στην Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων;

Άρθρο 15 παρ. 1 ΚΔΥ
Οι υπάλληλοι των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ορκίζονται ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο διορίζονται, σε δημόσια συνεδρίαση. Οι υπάλληλοι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορκίζονται ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

51. Ποια είναι τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 133 παρ. 1 ΚΔΥ
Τα κριτήρια αξιολόγησης των δικαστικών υπαλλήλων κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες:
Α. Γνώση του αντικειμένου, ενδιαφέρον και δημιουργικότητα
Β. Υπηρεσιακές σχέσεις και συμπεριφορά
Γ. Αποτελεσματικότητα.

52. Μπορούν οι δικαστικοί υπάλληλοι να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις και να μετέχουν σε αυτές;

Άρθρο 95 παρ. 2 ΚΔΥ
Οι δικαστικοί υπάλληλοι μπορούν ελεύθερα, τηρώντας τον νόμο, να ιδρύουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να γίνονται μέλη τους και να ασκούν τα συνδικαλιστικά τους δικαιώματα.

53. Πότε κοινοποιείται η πράξη διορισμού στον δικαστικό υπάλληλο;

Άρθρο 13 παρ. 1 ΚΔΥ
Η πράξη διορισμού κοινοποιείται στον διοριζόμενο το αργότερο εντός τριάντα (30) ημερών από τη δημοσίευση της περίληψής της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.

54. Ποια είναι τα δικαστικά και υπηρεσιακά συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους;

Άρθρο 84 παρ. 1 ΚΔΥ
Δικαστικά συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους είναι τα εξής: α) πενταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, β) επταμελές δικαστικό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο, γ) πενταμελές δικαστικό συμβούλιο σε κάθε εφετείο και σε κάθε διοικητικό εφετείο.

Άρθρο 84 παρ. 2 ΚΔΥ
Υπηρεσιακά συμβούλια για τους δικαστικούς υπαλλήλους είναι τα εξής: α) πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο σε κάθε εφετείο και σε κάθε διοικητικό εφετείο, β) πενταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο γ) επταμελές υπηρεσιακό συμβούλιο στο Συμβούλιο της Επικρατείας, στον Άρειο Πάγο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο.

55. Πότε ξεκινά ο διορισμός του δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 12 παρ. 1 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος διορίζεται με απόφαση του αρμόδιου οργάνου του Υπουργείου Δικαιοσύνης, η οποία δημοσιεύεται, σε περίληψη, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Με την ίδια απόφαση ο διοριζόμενος τοποθετείται σε γραμματεία ή άλλη υπηρεσία δικαστηρίου ή εισαγγελίας ή σε γενική επιτροπεία.

56. Πότε λύεται η υπαλληλική σχέση του δικαστικού υπαλλήλου;

Η υπαλληλική σχέση του δικαστικού υπαλλήλου λύεται είτε λόγω παραίτησης είτε λόγω αυτοδίκαιης απόλυσης από την υπηρεσία είτε ως πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης είτε ως ανάκληση του διορισμού του είτε γιατί κρίθηκε ακατάλληλος.

57. Η μετάθεση γίνεται μετά από αίτηση ή υπηρεσιακά;

Άρθρο 149 παρ. 1 ΚΔΥ
Μετάθεση επιτρέπεται μετά από αίτηση του δικαστικού υπαλλήλου, μόνον όταν υπάρχει κενή θέση α) για λόγους υγείας, β) για συνυπηρέτηση, γ) για λόγους σπουδών, δ) για αμοιβαία μετάθεση και ε) για άλλους σπουδαίους λόγους.

Άρθρο 149 παρ. 2 ΚΔΥ
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται μετάθεση χωρίς σχετική αίτηση, αν έχουν δημιουργηθεί από μέρους του δικαστικού υπαλλήλου συνθήκες οι οποίες προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία της υπηρεσίας ή καθιστούν δυσχερή την εκπλήρωση των καθηκόντων του. Στην περίπτωση αυτήν απαιτείται ειδική αιτιολογία για τη μετάθεση.

58. Ποια είναι τα κατώτατα όρια διορισμού ανά κατηγορία εκπαίδευσης;

Άρθρο 4 παρ. 1 ΚΔΥ
Ορίζεται κατώτατο όριο ηλικίας διορισμού, κατά κατηγορία, ως ακολούθως: Για τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ το εικοστό πρώτο έτος και για την κατηγορία ΥΕ το εικοστό. Ως ημέρα γέννησης θεωρείται η 1η Ιανουαρίου του έτους γέννησης.

59. Εμποδίζει τον διορισμό δικαστικού υπαλλήλου, η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων;

Άρθρο 6 παρ. 1 ΚΔΥ
Δικαστικοί υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει να εκτελούν τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει τον διορισμό, εφόσον ο δικαστικός υπάλληλος, με την κατάλληλη τεχνική υποστήριξη, μπορεί να ασκεί τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Ειδικές διατάξεις για τον διορισμό ατόμων με αναπηρία δεν θίγονται.

60. Ενώπιων ποιου οργάνου γίνεται η ορκωμοσία των δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 15 παρ. 1 ΚΔΥ
Οι υπάλληλοι των δικαστηρίων και των εισαγγελιών ορκίζονται ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο διορίζονται, σε δημόσια συνεδρίαση. Οι υπάλληλοι της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων ορκίζονται ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών.

61. Πως βεβαιώνεται η ορκωμοσία του δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 15 παρ. 3 ΚΔΥ
Η ορκωμοσία βεβαιώνεται με πρακτικό. Η ανάληψη υπηρεσίας πιστοποιείται με έκθεση που συντάσσει ο γραμματέας του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας ή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία τοποθετείται ο δικαστικός υπάλληλος. Η έκθεση φέρει αριθμό πρωτοκόλλου της ημερομηνίας ανάληψης καθηκόντων.

62. Ποια ημερομηνία θεωρείται αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 15 παρ. 4 ΚΔΥ
Αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των δικαστικών υπαλλήλων αποτελεί η ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της περίληψης της πράξης διορισμού, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσίας γίνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης διορισμού, αλλιώς η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.

63. Σε ποιους τομείς κατατάσσονται οι δικαστικοί υπάλληλοι;

Άρθρο 18 ΚΔΥ
Οι δικαστικοί υπάλληλοι κατατάσσονται στους παρακάτω τομείς:
α) Τομέας του Συμβουλίου της Επικρατείας.
β) Τομέας των πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων και εισαγγελιών.
γ) Τομέας του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της Γενικής Επιτροπείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
δ) Τομέας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων και της Γενικής Επιτροπείας της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
ε) Τομέας της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών.

64. Ποιος ο εισαγωγικός βαθμός των αποφοίτων της ΕΣΔΔΑ;

Άρθρο 20 παρ. 3 ΚΔΥ
Εισαγωγικός βαθμός των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ είναι ο βαθμός Δ και της κατηγορίας ΥΕ ο βαθμός Ε. Για τους κατόχους διδακτορικού διπλώματος, εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους κατόχους μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών, εισαγωγικός βαθμός είναι ο Γ, στον οποίο κατατάσσονται με διαπιστωτική πράξη. Για τους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης (ΕΣΔΔΑ), εισαγωγικός βαθμός είναι ο Β. Ο χρόνος φοίτησης στην ΕΣΔΔΑ υπολογίζεται ως πλεονάζων στον Β’ βαθμό. Για τους αριστούχους προσμετράται ένα (1) επιπλέον έτος στον ίδιο βαθμό. Ο χρόνος φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών υπολογίζεται ως πλεονάζων στον κατά περίπτωση εισαγωγικό βαθμό. Η παραμονή στον εισαγωγικό βαθμό διαρκεί τουλάχιστον για δύο (2) έτη, ανεξαρτήτως των τυπικών προσόντων που αποκτά ο δικαστικός υπάλληλος στο ενδιάμεσο διάστημα.

65. Πως ορίζεται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των κλάδων και ειδικοτήτων των δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 21 παρ. 3 ΚΔΥ
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών, μετά από γνώμη των Προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο και του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, ορίζεται ο αριθμός των οργανικών θέσεων των κλάδων και ειδικοτήτων που προβλέπονται στις παρ. 1 και 2. Με όμοιο διάταγμα καταργούνται, συγχωνεύονται ή μετονομάζονται οι κλάδοι και ειδικότητες. Στις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται η κατάργηση ή ανακατανομή οργανικών θέσεων των καταργούμενων ή συγχωνευόμενων κλάδων.

66. Πότε δύναται να περικοπεί ο μισθός ενός δικαστικού υπαλλήλου;

Άρθρο 97 παρ. 7 ΚΔΥ
Μισθός δεν οφείλεται για το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο δικαστικός υπάλληλος δεν εργάστηκε από υπαιτιότητά του. Στην περίπτωση αυτή ο προϊστάμενος της υπηρεσίας στην οποία υπηρετεί ο δικαστικός υπάλληλος, με αιτιολογημένη πράξη του, που εκδίδεται μετά από ακρόαση του υπαλλήλου, διατάσσει την περικοπή του μισθού. Η πράξη διαβιβάζεται στο αρμόδιο για την εκκαθάριση των αποδοχών όργανο, για να προβεί με πράξη του στην περικοπή. Κατά των πράξεων αυτών, που κοινοποιούνται με απόδειξη στον δικαστικό υπάλληλο, επιτρέπεται προσφυγή που ασκείται ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου μέσα σε δέκα (10) ημέρες από την κοινοποίηση. Η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής και η άσκησή της έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα. Κατά της απόφασης του συμβουλίου αυτού δεν χωρεί προσφυγή στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο.

67. Πόσες ημέρες κανονικής άδειας δικαιούται ο δικαστικός υπάλληλος;

Άρθρο 101 παρ. 1 ΚΔΥ
Ο δικαστικός υπάλληλος ο οποίος έχει συμπληρώσει πραγματική υπηρεσία ενός (1) έτους, δικαιούται σε κάθε ημερολογιακό έτος κανονική άδεια απουσίας είκοσι πέντε (25) εργάσιμων ημερών.

Άρθρο 101 παρ. 2 ΚΔΥ
Με απόφαση του αρμοδίου οργάνου προσαυξάνεται έως πέντε (5) εργάσιμες ημέρες η διάρκεια της κανονικής άδειας για τους δικαστικούς υπαλλήλους που υπηρετούν στις παραμεθόριες περιοχές.

Άρθρο 101 παρ. 3 ΚΔΥ
Πριν από τη συμπλήρωση έτους και εφόσον έχουν παρέλθει δύο (2) μήνες από τον διορισμό του, ο δικαστικός υπάλληλος δικαιούται κανονική άδεια δύο (2) ημέρων για κάθε μήνα υπηρεσίας. Η άδεια αυτή δεν μπορεί να υπερβεί τον συνολικό αριθμό των ημερών κανονικής άδειας που δικαιούται ο υπάλληλος κατά ημερολογιακό έτος.

68. Πότε επιτρέπεται μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας;

Άρθρο 157 παρ. 1 ΚΔΥ
Μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου σε κενή θέση άλλου κλάδου της ίδιας κατηγορίας του ίδιου ή άλλο τομέα επιτρέπεται με αίτησή του για κάλυψη σοβαρών υπηρεσιακών αναγκών, μετά τη συμπλήρωση πενταετούς υπηρεσίας στον κλάδο στον οποίο ανήκει, εφόσον ο δικαστικός υπάλληλος έχει τα απαιτούμενα τυπικά προσόντα για τη θέση στην οποία μετατάσσεται. Η μετάταξη δικαστικού υπαλλήλου στην ίδια κατηγορία του ίδιου κλάδου άλλου τομέα επιτρέπεται με τις ανωτέρω προϋποθέσεις. Η αίτηση υποβάλλεται στο Υπουργείο Δικαιοσύνης και διαβιβάζεται υποχρεωτικά στο αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο εκτός εάν αυτή είναι προδήλως απαράδεκτη ή αβάσιμη.

69. Που τηρείται το προσωπικό μητρώο των δικαστικών υπαλλήλων;

Άρθρο 130 παρ. 1 ΚΔΥ
Στο δικαστήριο, την εισαγγελία ή την υπηρεσία στην οποία ανήκει κάθε δικαστικός υπάλληλος και στο Υπουργείο Δικαιοσύνης τηρείται το προσωπικό του μητρώο, στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα στοιχεία τα οποία προσδιορίζουν την ατομική, οικογενειακή, περιουσιακή και υπηρεσιακή του κατάσταση. Ειδικά για τους υπαλλήλους του τομέα της περ. δ του άρθρου 18, το κατά τα ανωτέρω προσωπικό μητρώο τηρείται και στη Γενική Επιτροπεία της Επικρατείας στα δικαστήρια αυτά, προκειμένου να είναι εφικτή η σύνταξη της γνώμης που προβλέπεται στην παρ. 8 του άρθρου 87.

70. Πότε αρχίζει να πληρώνεται ο δικαστικός υπάλληλος;

Άρθρο 15 παρ. 4 ΚΔΥ
Αφετηρία υπολογισμού του χρόνου υπηρεσίας των δικαστικών υπαλλήλων αποτελεί η ημερομηνία δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της περίληψης της πράξης διορισμού, με την προϋπόθεση ότι η ανάληψη υπηρεσίας γίνεται μέσα σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση της πράξης διορισμού, αλλιώς η ημερομηνία ανάληψης υπηρεσίας.