Οικονομία

Ενστάσεις από την ΓΣΕΕ σε κατώτατο μισθό και τριετίες

Ενστάσεις από την ΓΣΕΕ σε κατώτατο μισθό και τριετίες Ενστάσεις από την ΓΣΕΕ σε κατώτατο μισθό και τριετίες
Ενστάσεις από την ΓΣΕΕ σε κατώτατο μισθό και τριετίες Η νομοθέτηση και η υλοποίηση των ρυθμίσεων που προτείνονται είναι το μεγάλο «στοίχημα» πια για το υπουργείο Εργασίας, αναφορικά με το νομοσχέδιο για τα εργασιακά που βρίσκεται «προ των πυλών» της Βουλής.

Η ΓΣΕΕ απέστειλε επιστολή προς τον υπουργό Εργασίας, σημειώνοντας ότι οι ρυθμίσεις που προτείνονται κινούνται προς τη θετική κατεύθυνση, αλλά επισημαίνοντας και μια σειρά από παρατηρήσεις, που κυρίως επικεντρώνονται στην άμεση αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και στην επαναφορά των τριετιών.

Η Συνομοσπονδία διαπιστώνει ότι με τις ρυθμίσεις του Σχεδίου Νόμου «Τροποποίηση διατάξεων του Νόμου 1876/1990 – Αποκατάσταση και Αναμόρφωση του πλαισίου περί Συλλογικών Διαπραγματεύσεων, Μεσολάβησης και Διαιτησίας και άλλες διατάξεις» αποκαθίσταται το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαδικασίας Μεσολάβησης και Διαιτησίας του ΟΜΕΔ, που είχαν δεχθεί καίριο πλήγμα με σειρά μνημονιακών νομοθετικών μέτρων. Θετικά κρίνει η ΓΣΕΕ και την προώθηση της μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, σύμφωνα και με σχετικές αποφάσεις τόσο του ΣτΕ όσο και του Αρείου Πάγου.

Στις παρατηρήσεις της η Συνομοσπονδία διαπιστώνει καταρχήν ότι οι τριετίες μένουν εκτός νομοθετικής ρύθμισης και θεωρεί ότι πρέπει να υπάρξει άμεση αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και όχι σε δόσεις, όπως προτείνεται. Επίσης η ΓΣΕΕ διαφωνεί με την υποχρέωση διατήρησης των κανονιστικών όρων προηγούμενων ΣΣΕ, ως προϋπόθεση διαπραγμάτευσης για ύπαρξη νέων, αλλά και με το γεγονός ότι οι όποιες διαιτητικές αποφάσεις θα πρέπει να υπόκεινται σε έλεγχο δικαστικής φύσεως. Η Συνομοσπονδία επισημαίνει ότι πρέπει να καθοριστεί με ακρίβεια ο τρόπος χρηματοδότησης του ΟΜΕΔ, ενώ πρέπει να επανέλθει και η ρήτρα μονιμότητας για τους εργαζόμενους.

Η 6η Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου προκάλεσε, σύμφωνα με τη ΓΣΕΕ, μία πρωτοφανής κρατική παρέμβαση στο περιεχόμενο και τη διάρκεια της ισχύουσας τότε ΕΓΣΣΕ (2010-2012), ενώ συγχρόνως καταλύθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός αυτορρύθμισης και προστασίας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 2. και μάλιστα με προκλητική περιφρόνηση του δημόσιου και κοινωνικού διαλόγου. Η προσβολή της συλλογικής αυτονομίας που επέφερε η ΠΥΣ 6/2012 υπήρξε καταλυτική, αφού δεν περιορίστηκε στη μείωση μισθών και την κατάργηση όρων εργασίας, αλλά κατέστρεψε την ισορροπία του συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων και διαιτησίας, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από τα στατιστικά στοιχεία του ΟΜΕΔ. Με το ν. 4093/2012 θεσπίστηκε νέο σύστημα νομοθετικού καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου και αφαιρέθηκε βίαια η εξουσία ρύθμισης όρων εργασίας από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις (και μάλιστα τις κορυφαίες) υπέρ του κρατικού νομοθέτη.

Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου ικανοποιείται το πάγιο αίτημα της ΓΣΕΕ ,αλλά και των εργοδοτικών οργανώσεων, για την αποκατάσταση της καθολικότητας ισχύος και δεσμευτικότητας της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) ως προς όλους τους όρους της , μισθολογικούς και μη.

Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο και διαμορφώνεται μία βάση ασφαλείας για χιλιάδες εργαζόμενους/ες με τα ελάχιστα όρια γενικής οικονομικής και κοινωνικής προστασίας που ορίζονται. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι τα λοιπά είδη συλλογικών συμβάσεων εργασίας (κλαδικές, επιχειρησιακές, ομοιοεπαγγελματικές) δεν μπορούν να περιέχουν ρυθμίσεις δυσμενέστερες από αυτές της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Συγχρόνως η ΕΓΣΣΕ αποτελεί μία κατευθυντήρια γραμμή για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας, αφού συμπυκνώνει σε εθνικό επίπεδο τις ιδιαίτερες οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες μέσα στο ευρύτερο Ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Η ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι η παρέμβαση υπέρ της ΕΓΣΣΕ δεν αρκεί, καθώς πρέπει να ληφθεί νομοθετική μέριμνα για την αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών συμβάσεων και στο χώρο των Δημόσιων Επιχειρήσεων και Οργανισμών. Με τα μνημονιακά νομοθετήματα της τελευταίας πενταετίας επιβλήθηκε μείωση των αποδοχών, κατάργηση των ΣΣΕ που καθόριζαν τους όρους αμοιβής και εργασίας των εργαζομένων στο σύνολο των επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η αποκατάσταση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων, που εισάγεται με το Σχέδιο Νόμου, πρέπει να ισχύσει και στις ΔΕΚΟ, μέσω της κατάργησης των μνημονιακών μέτρων που εφαρμόστηκαν για την κατάλυση τους.

Η Συνομοσπονδία χαρακτηρίζει ως «σημαντικές τις βελτιώσεις που προτείνεται να ισχύσουν στο πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Αναφέρει μάλιστα τα εξής θετικά στοιχεία στο υπό διαβούλευση, νομοσχέδιο

Α) Διευρύνεται το περιεχόμενο των σσε με τη δυνατότητα ρύθμισης ζητημάτων σχετικών με την άσκηση της επιχειρηματικής πολιτικής στο μέτρο που αυτή επηρεάζει με οποιονδήποτε τρόπο (όχι μόνο άμεσα όπως στην προϊσχύσασα ρύθμιση) τις εργασιακές σχέσεις ή ζητημάτων που αφορούν στην ερμηνεία όλων των όρων (και όχι μόνο των κανονιστικών) της σσε.

Β) Οι επιχειρησιακές σσε αφορούν και εργαζόμενους ιδρυμάτων, οργανισμών, σωματείων, συλλόγων και λοιπών νομικών προσώπων μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.

Γ) Καταργείται η ικανότητα των ενώσεων προσώπων να συνάπτουν επιχειρησιακές σσε, ικανότητα και δυνατότητα που τα τελευταία χρόνια είχε χρησιμοποιηθεί ως όχημα μείωσης μισθών.

Δ) Καθιερώνεται, ως ιδιαίτερο είδος, η ομιλική σσε.

Ε) Στις επιχειρησιακές σσε το έγγραφο της πρόσκλησης για διαπραγματεύσεις κοινοποιείται επιπλέον και σε όλες τις (συν)αρμόδιες συνδικαλιστικές οργανώσεις της επιχείρησης.

Στ) Ενισχύεται η καλόπιστη διαπραγμάτευση και η υποχρέωση πλήρους και ακριβούς πληροφόρησης της εργατικής πλευράς εκ μέρους της εργοδοτικής, με την απαγόρευση λήψης υπόψη στοιχείων που προσκομίζει η εργοδοτική πλευρά για πρώτη φορά στη μεσολάβηση και διαιτησία, τα οποία κατά παράβαση της πιο πάνω υποχρέωσής της δεν προσκόμισε κατά τις απευθείας διαπραγματεύσεις. Ακόμη, προβλέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων στον εργοδότη εάν δεν παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες κατά το στάδιο της μεσολάβησης, με απόφαση της Επιθεώρησης Εργασίας και μετά από πρόταση του μεσολαβητή

Ζ) Διατυπώνεται ρητά ότι η ικανότητα των εργοδοτικών οργανώσεων για σύναψη σσε είναι ανεξάρτητη από την ύπαρξη ή μη σχετικής ή αντίθετης πρόβλεψης στο καταστατικό τους. Η ικανότητα σύναψης σσε αποτελεί, όπως είναι γνωστό, νομικό χαρακτηρισμό με βάση αναγκαστικού δικαίου διατάξεις του Συντάγματος (άρθρο 22 παρ. 2) και του ν. 1876/90 και δεν μπορεί να απεμποληθεί μέσω διάταξης του καταστατικού καθώς δεν είναι αντικείμενο της βούλησης του αντίστοιχου φορέα.

Η) Οι κανονιστικοί όροι σσε που έληξε ή καταγγέλθηκε, εξακολουθούν να ισχύουν για ένα εξάμηνο και εφαρμόζονται και στους εργαζόμενους που προσλαμβάνονται στο διάστημα αυτό . Η παράταση εκτείνεται και πέραν του εξαμήνου σε περίπτωση προσφυγής στη διαδικασία της μεσολάβησης ή της διαιτησίας και μέχρι την υπογραφή σσε ή την έκδοση διαιτητικής απόφασης.

Θ) Αποκαθίσταται η μετενέργεια του συνόλου των όρων της σσε μετά την πάροδο του 6μήνου ή των τυχόν παρατάσεών του.

Ι) Αποκαθίσταται η αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και καταργείται η πρόβλεψη του ν. 4024/2011, άρθρο 37 παρ. 7, σύμφωνα με την οποία η επιχειρησιακή σ.σ.ε. υπερίσχυε κλαδικών ή ομοιοεπαγγελματικών σ.σ.ε. κατά παρέκκλιση της αρχής της ισχύος της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο διάταξης.

ΙΑ) Αποκαθίσταται η δυνατότητα επέκτασης και κήρυξης γενικά υποχρεωτικών κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών σσε.

ΙΒ) Προβλέπεται η επιβολή διοικητικών κυρώσεων στον εργοδότη εάν δεν παράσχει τις απαιτούμενες πληροφορίες κατά το στάδιο της μεσολάβησης, με απόφαση της Επιθεώρησης Εργασίας και μετά από πρόταση του μεσολαβητή (ά 10 παρ. 6).

ΙΓ) Αυστηροποιούνται οι ποινικές κυρώσεις του άρθρου 21 του ν. 1876/1990 και προβλέπεται ότι εργοδότης ή εκπρόσωποι αυτού που παραβιάζουν όρους ισχύουσας ΣΣΕ ή ΔΑ ή ΥΑ τιμωρούνται πλέον εκτός από χρηματική ποινή και με ποινή φυλάκισης μέχρι έξι μηνών Ακόμη, η ποινική προστασία επεκτείνεται και σε περίπτωση παραβίασης ΚΥΑ που εκδίδονται σε περιπτώσεις που είναι ανέφικτη η σύναψη σσε, λόγω έλλειψης εργοδοτικής οργάνωσης (άρθρο μόνο του Ν. 435/1968).

ΙΔ) Καταργείται η δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά των διαιτητικών αποφάσεων, ενώπιον Πενταμελούς Δευτεροβάθμιας Επιτροπής Διαιτησίας, που μας έφερε πίσω σε ένα σύστημα που προσομοιάζει με το προγενέστερο του Ν. 1876/1990 καθεστώς με την καθιέρωση ενός νέου σταδίου κρίσης, από όργανο, στο οποίο την πλειοψηφία έχουν ανώτατοι δικαστές και σύμβουλος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους .
Αναφορικά με τις παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στην ίδια επιστολή, η κριτική της ΓΣΕΕ επικεντρώνεται στα εξής σημεία:

1) Με το άρθρο 15 του ΣχΝ αυξάνεται σταδιακά ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός και ορίζεται ότι από 1-10-2015 οι μισθοί των υπαλλήλων ανεξαρτήτως ηλικίας ορίζονται στα 650 ευρώ και τα ημερομίσθια των εργατοτεχνιτών στα 29,05 ευρώ. Από την 1-7-2016 οι μισθοί των υπαλλήλων ανεξαρτήτως ηλικίας ορίζονται στα 751,39 ευρώ και τα ημερομίσθια των εργατοτεχνιτών στα 33,57 ευρώ.
Με το ΣχΝ μένουν εκτός νομοθετικής ρύθμισης οι τριετίες, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί διαχρονικά μέσω των ΕΓΣΣΕ μέχρι τη νομοθετική επέμβαση που έγινε με την ΠΥΣ 6/2012, με αποτέλεσμα να αφήνονται να ρυθμιστούν από τα μέρη, από μηδενική βάση.

Η ΓΣΕΕ υποστηρίζει την άμεση αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου ανεξαρτήτως ηλικίας, όπως είχε διαμορφωθεί με την ΕΓΣΣΕ του 2010-2012, συμπεριλαμβανομένων των τριετιών. Η σταδιακή μόνο αύξηση του μισθού / ημερομισθίου που γίνεται με το Σχέδιο Νόμου δεν αποκαθιστά την τρωθείσα με την ΠΥΣ 6/2012 εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας με τη νομοθέτηση ενός actus contrarius, της κατάργησης δηλαδή της νομοθετικής μείωσης. Η άμεση και πλήρης αποκατάσταση του κατώτατου μισθού αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση της πολιτείας απέναντι στους εργαζόμενους, των οποίων οι αποδοχές έχουν τα τελευταία χρόνια, στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας της οικονομίας» κυριολεκτικά καταρρεύσει. Ακόμη, η ανάγκη πλήρους αποκατάστασης του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου στα επίπεδα προ της ΠΥΣ 6/2012, είναι το αποτέλεσμα κατάργησης ενός νομοθετήματος με το οποίο καταλύθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός αυτορρύθμισης και προστασίας που κατοχυρώνει το σύνταγμα με το άρθρο 22 παρ. 2. Επιπλέον θα αποτελέσει βήμα για την ανάκτηση της βιοποριστικής λειτουργίας του μισθού, που έχει πληγεί καίρια με την εφαρμογή μνημονιακών μέτρων.

2) Στο άρθρο 13 του Σχεδίου Νόμου δεν καθορίζεται το ποσοστό του τακτικού πόρου του ΟΜΕΔ, ο προσδιορισμός το οποίου προβλέπεται να γίνει με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνώμη του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΑΕΔ. Τίθεται ζήτημα χρηματοδότησης και πόρων του ΟΜΕΔ, δεδομένου ότι αναμένεται να αυξηθεί το λειτουργικό κόστος του Οργανισμού με τη πρόβλεψη του Σχεδίου Νόμου ενιαίου σώματος 50 Μεσολαβητών – Διαιτητών καθώς και (νέου) σώματος 30 Εμπειρογνωμόνων.
Επίσης, στο άρθρο 12 του Σχεδίου Νόμου, σε ό,τι αφορά τα προσόντα των μεσολαβητών/διαιτητών, η εμπειρία στην «κοινωνιολογία της εργασίας» θεωρείται περιοριστική ως προσόν.

3) Κρίνεται αναγκαία, με τις μεταβατικές διατάξεις του Σχεδίου Νόμου, η επαναφορά της ρήτρας μονιμότητας και των παρόμοιων προστατευτικών για τους εργαζόμενους ρητρών που κατάργησε το άρθρο 5 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012. Πρόκειται για την αποκατάσταση της συλλογικής αυτονομίας που επλήγη βαρύτατα από τη νομοθετική κατάργηση ουσιωδών όρων εργασίας που είχαν θεσπιστεί με συλλογική σύμβαση εργασίας, καθώς και για την προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης όλων των εργαζομένων που επλήγησαν από την καταργητική ρύθμιση, η οποία είχε, ουσιαστικά, γνήσια αναδρομική ισχύ, αφού ανέτρεψε αναδρομικά το ήδη θεμελιωμένο καθεστώς προστασίας των εργαζομένων.