Opinions

Η Τιμή της Σημαίας και η Τιμή στη Σημαία

Κώστας Καρβουναρίδης Κώστας Καρβουναρίδης
Η Τιμή της Σημαίας και η Τιμή στη Σημαία
Οι επιλογές της ΕΟΕ να ορίσουν τον Γιάννη Αντετοκούμπο και την Αντιγόνη Ντρισμπιώτη σημαιοφόρους της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας, στους Αγώνες του Παρισιού ήταν ορθές. Όπως, θα ήταν εξίσου ορθές αν στη θέση του Γιάννη ήταν ο Μίλτος και στη θέση της Αντιγόνης, η Κατερίνα.

Η επιλογή της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής να ορίσει τον Γιάννη Αντετοκούμπο και την Αντιγόνη Ντρισμπιώτη σημαιοφόρους της ελληνικής αποστολής προκάλεσε και κριτικές και σχόλια. Φαίνεται καμιά φορά ότι, ως έθνος (όχι απαραίτητα ως λαός), θεωρούμε ότι έχουμε την υποχρέωση να είμαστε διχασμένοι για όλα τα θέματα: από τα πιο μικρά, μέχρι τα πιο μεγάλα. Πρόκειται για μία υποχρέωση που στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, αλλά στην οποία ανταποκρινόμαστε, είτε λόγω άγνοιας, είτε λόγω ιδεοληψίας, είτε λόγω φανατισμού. Στις εποχές της άνθησης του ελληνικού κινηματογράφου, τρωγόμασταν «Βουγιουκλάκη ή Καρέζη». Στα πιο σοβαρά, ο σύγχρονος ελληνικός Πολιτισμός και η ελληνική μουσική γίνονταν διάσημοι στα πέρατα του Κόσμου, εμείς τσακωνόμασταν «Θεοδωράκης ή Χατζιδάκις».

Επιστρέφοντας στο ζήτημα του σημαιοφόρου της Ολυμπιακής αποστολής, ας συμφωνήσουμε σε κάποια βασικά: Σε όλους τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η ελληνική ολυμπιακή ομάδα ανοίγει την παρέλαση των αθλητών. Άρα, η ελληνική σημαία μπαίνει πρώτη. Με αυτόν τον τρόπο, το Ολυμπιακό Κίνημα αναγνωρίζει τη συμβολή της χώρας μας τόσο σε ό,τι αφορά τη σύλληψη της ιδέας της τέλεσης των Αγώνων, όσο και τον καθοριστικό ρόλο της στην αναβίωσή τους. Και ορθά… Το 1896 ο ελληνικός λαός, πένης και καθημαγμένος, γεωγραφικά στρυμωγμένος σε μία άκρη της Ευρώπης, φιλοξένησε την ανθρωπότητα, δίνοντάς της την ευκαιρία να συμμετάσχει σε μία γιορτή Ειρήνης και Πολιτισμού. Το Ολυμπιακό Κίνημα και οι αξίες του, παρά τα πλήγματα που υπέστη ιστορικά και παρά την ακραία εμπορευματοποίησή του, παραμένουν μέχρι σήμερα αναλλοίωτα, διαχρονικά και επίκαιρα. Οι Έλληνες, ως Έθνος και ως Λαός, εκπροσωπούμενοι από τις Ελληνίδες αθλήτριες και τους Έλληνες Αθλητές, είναι οι φορείς και οι θεματοφύλακες των αξιών και των παραδόσεων του Ολυμπισμού.

Επομένως, η ελληνική σημαία δεν εκπροσωπεί μόνη τη χώρα μας, αλλά μπαίνοντας πρώτη ανοίγει τις πύλες των Ολυμπιακών Αγώνων σε όλους τους συμμετέχοντες, υπενθυμίζει τις αρχές και τις αξίες, με τις οποίες θα πρέπει να αγωνιστούν και εξασφαλίζει την ιστορική συνέχεια των Αγώνων, από την αρχαιότητα, το πέρασμά τους στη νέα εποχή, το 1896 μέχρι σήμερα και στο διηνεκές.

Και οι Έλληνες αθλητές, αναλογικά φέρουν αυτό το τιμητικό βάρος. Πολλώ δε μάλλον, ο σημαιοφόρος.

Ο Γιάννης και η Αντιγόνη

Όταν διέρρευσε το όνομα του Γιάννη Αντετοκούμπο ως σημαιοφόρου, πολλοί αντέδρασαν. Ο κορυφαίος Έλληνας καλαθοσφαιριστής συχνά έχει γίνει στόχος ρατσιστικών σχολίων και κρίσεων που δεν έχει νόημα να αναπαραχθούν. Ο ρατσισμός συνδέεται με το φόβο. Ο φόβος είναι προϊόν του άγνωστου. Το άγνωστο σχετίζεται άμεσα με την έλλειψη παιδείας και την άγνοια. Αυτοί λοιπόν, που αντέδρασαν, προφανώς αγνοούν για το πού γεννήθηκε και μεγάλωσε αυτός ο σπουδαίος αθλητής και δεν έχουν ιδέα για τον κόπο που έκανε για να φτάσει εκεί που έφτασε, με μόνη βοήθεια από την οικογένειά του, το σωματείο του και κανέναν απολύτως επίσημο φορέα. Παράλληλα, όσοι αντιδρούν, έχουν και την ηθελημένη άγνοια για το γεγονός ότι ο Γιάννης όχι μόνο δεν ξέχασε ποτέ την καταγωγή του, όχι μόνο την τιμά και αναφέρεται σε αυτή σε κάθε ευκαιρία, αλλά και έμπρακτα προσπαθεί να βοηθήσει όπου και όπως μπορεί ανθρώπους που βρίσκονται ακόμα στην ίδια δύσκολη οικονομική και κοινωνική θέση που βρέθηκε ο ίδιος και η οικογένειά του, όταν ήταν παιδί.

Υπάρχουν αθλητές του επιπέδου του Αντετοκούμπο, με τις αποδοχές του Αντετοκούμπο και τις αγωνιστικές υποχρεώσεις του Αντετοκούμπο που αδιαφορούν για την Εθνική Ομάδα της χώρας τους, για τη συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες ή σε οποιαδήποτε άλλη διεθνή διοργάνωση. Κάποιοι αθλητές (μερικοί από αυτούς θεωρούμενοι «Μεγάλοι») εγκαταλείπουν γρήγορα τις υποχρεώσεις τους στις Εθνικές Ομάδες, γιατί «κουράζονται» από τις συνεχείς αγωνιστικές υποχρεώσεις.

Στις ΗΠΑ η κατάκτηση του Πρωταθλήματος του ΝΒΑ θεωρείται ως κατάκτηση Παγκόσμιου Πρωταθλήματος. Η τιμή που αποδίδεται στον Πρωταθλητή τόσο σε επίπεδο αμοιβών όσο και σε επίπεδο απόδοσης αναγνώρισης, δε συγκρίνεται με την αντίστοιχη του Παγκόσμιου ή του Πανευρωπαϊκού Πρωταθλητή ή του Ολυμπιονίκη. Σε σχέση με άλλους αθλητές, που εύκολα εγκατέλειψαν τις Εθνικές Ομάδες, λόγω κούρασης, ο Αντετοκούμπο είχε αρκετές δεκάδες εκατομμύρια λόγους παραπάνω να προστατέψει τα πόδια του και το κορμί του. Και μάλιστα, καλό είναι να θυμάται κάποιος, ότι ο Γιάννης δεν έφτιαξε την καριέρα του μέσω της Εθνικής Ομάδας, όπως αυτοί που την εγκατέλειψαν…

Και όμως. Ο Αντετοκούμπο όχι μόνο δηλώνει «παρών». Εθεάθη να κλαίει μπροστά στα παιδιά του, στις καρέκλες του ΣΕΦ, λίγα λεπτά μετά το τέλος του Προολυμπιακού τουρνουά μπάσκετ, συγκινημένος για το γεγονός ότι θα λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Άρα, συμμετέχει με το κορμί, το ταλέντο, τις ικανότητες, αλλά και με την καρδιά του.

Φυσικά, κάποιοι ενοχλήθηκαν με τον ορισμό του ως σημαιοφόρου. Προσχηματικά ανέφεραν ότι ο Αντετοκούμπο, σε αντίθεση με τον Τεντόγλου δεν είναι Ολυμπιονίκης. Στην πράξη, όμως, κινητοποιήθηκε ο ρατσισμός του οποίου είναι φορείς. Βέβαια στην περίπτωση του Αντετοκούμπο, δεν πρόκειται μόνο για ρατσισμό. Θα πρέπει να προστεθεί και το σύμπλεγμα που αισθάνονται απέναντι στον Γιάννη, διότι εκείνος ξεκινώντας από πωλητής cd στα φανάρια κατέκτησε την κορυφή του Κόσμου, έγινε σπουδαίος και πλούσιος. Ενώ αυτοί παρέμειναν στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο.

Παρόμοια ενόχληση αισθάνθηκαν κάποιοι για τον ορισμό της Αντιγόνης Ντρισμπιώτη. Και εκείνη πάλεψε. Χωρίς καμία βοήθεια, σερβίροντας μεζέδες στο εστιατόριο της οικογένειάς της έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης (δύο χρυσά) και του Κόσμου (ένα χάλκινο). Και εκείνη δεν ξέχασε ποτέ την κοινωνική της καταγωγή. Αντιθέτως, αμέσως μετά το τέλος κάθε αγώνα επέστρεφε στην πόλη της για να βοηθήσει την οικογενειακή επιχείρηση. Και εκείνη κάνει προσωπικές θυσίες για να τιμήσει τα ελληνικά χρώματα, σε κάθε διοργάνωση.

Όπως και ο Γιάννης, έτσι και η Αντιγόνη δεν είναι Ολυμπιονίκες. Είναι όμως, σίγουρο ότι ο δρόμος που έχουν διανύσει για να φτάσουν εκεί που έχουν φτάσει, από το σημείο της αφετηρίας μέχρι την κορυφή, στην οποία βρίσκονται, είναι πολύ μεγαλύτερος, δυσκολότερος και μακρύτερος, από το δρόμο που έχουν φτάσει πολλοί άλλοι μεγάλοι αθλητές, Ολυμπιονίκες και μη.

Ο Μίλτος και η Κατερίνα

Τις εποχές που ο ελληνικός αθλητισμός δεν είχε να επιδείξει πολλές επιτυχίες, δεν υπήρχε και δίλημμα ποιος θα κρατήσει τη σημαία. Στους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λος Άντζελες, το 1984 σημαιοφόρος ήταν ο Στέλιος Μηγιάκης, ο μοναδικός Έλληνας χρυσός Ολυμπιονίκης, στη Μόσχα. Και το 1988, στη Σεούλ, ήταν πάλι ένας παλαιστής, ο Μπάμπης Χολίδης, ο οποίος είχε κατακτήσει το χάλκινο μετάλλιο στην προηγούμενη Ολυμπιάδα.

Στις μέρες μας, λόγω αθλητικής αξίας και λόγω ήθους, τη σημαία θα μπορούσαν κάλλιστα να την κρατήσουν και άλλοι αθλητές. Ο Μίλτος Τεντόγλου, η Κατερίνα Στεφανίδη, ο Λευτέρης Πετρούνιας και η Άννα Κορακάκη, για παράδειγμα. Δεδομένου ότι οι δύο τελευταίοι είχαν την Τιμή να το κάνουν στο Τόκιο και δεδομένου ότι ο Στίβος έχει πάντοτε εξέχουσα θέση, ανάμεσα στα αθλήματα των Ολυμπιακών Αγώνων, πράγματι ο Τεντόγλου και η Στεφανίδη άξιζαν και αυτοί να ορισθούν σημαιοφόροι. Αυτό όμως, δε σημαίνει ότι ο Αντετοκούμπο και η Ντρισμπιώτη δεν το αξίζουν. Και κυρίως, δε σημαίνει ότι αυτός είναι λόγος να διχαστεί (για άλλη μία φορά) η ελληνική κοινωνία.

Τόσο ο Μίλτος, όσο και η Κατερίνα, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε περαιτέρω συζήτηση, με έγκαιρες δηλώσεις τους είπαν ότι δεν επιθυμούν να είναι σημαιοφόροι, διότι κάτι τέτοιο θα διαφοροποιούσε το πρόγραμμα της προετοιμασίας τους ενόψει των Αγώνων. Πράγματι, είναι γνωστό ότι τα αγωνίσματα του Στίβου ξεκινάνε μία εβδομάδα μετά την τελετή έναρξης. Ωστόσο, με την παραίτησή τους και την προσχηματική αιτιολόγησή της, αφενός μεν έσβησαν τη φωτιά που πήγαινε να ανάψει και αφετέρου αναγνώρισαν τους συναθλητές τους ως (εξίσου) άξιους για να λάβουν την τιμή να κρατήσουν τη σημαία. Στα μάτια μας, ο Τεντόγλου και η Στεφανίδη τιμούν τον ελληνικό αθλητισμό και την ελληνική σημαία, τόσο με τις διακρίσεις τους όσο και με τη συμπεριφορά και το ήθος τους. Στο κάτω – κάτω ο Τεντόγλου και η Στεφανίδη, όπως και πολλοί άλλοι συναθλητές τους, δεν έχουν κανένα πρόβλημα να συμμεριστούν τη χαρά του Γιάννη και της Αντιγόνης και να αισθανθούν το ίδιο τιμημένοι, ακριβώς επειδή εκείνοι φέρουν τη σημαία.

Θα πρέπει από την άλλη πλευρά να σημειωθεί, ότι επειδή το βάρος της σημαίας είναι ειδικό και επειδή ο συμβολισμός του σημαιοφόρου της συγκεκριμένης σημαίας στους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι ιδιαίτερος, για τους λόγους που αναφέρονται παραπάνω, ίσως καμιά φορά να πρέπει να γίνεται κάποια θυσία, ακόμα και εις βάρος της προετοιμασίας, και να αποδέχονται και οι συγκεκριμένοι αθλητές, αυτή την Τιμή.

Αξίζουν ακόμα δύο λόγια, για την υποψηφιότητα της Μαρίας Σάκκαρη. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι πρόκειται για μία μεγάλη αθλήτρια, η οποία κατάφερε να φέρει το ελληνικό γυναικείο τένις ψηλότερα από ποτέ. Και αυτό δε μειώνεται από το γεγονός ότι δεν έχει ποτέ κατακτήσει κανένα τουρνουά «Grand Slam» και κανένα ολυμπιακό μετάλλιο. Είναι όμως, επίσης αναμφίβολο ότι ο δρόμος που έκανε η Σάκκαρη για να φτάσει να αγωνίζεται σε κορυφαίο επίπεδο ήταν πολύ πιο εύκολος από τον αντίστοιχο του Αντετοκούμπο και της Ντρισμπιώτη. Προφανώς, αυτό δεν αποτελεί μομφή για τη Σάκκαρη.

Ωστόσο, η πρόταση κάποιων για να είναι η Σάκκαρη σημαιοφόρος δεν ήταν ιδιαίτερα εύστοχη. Αντιθέτως, έμοιαζε (δε λέμε «ήταν») ως εκδούλευση προς την εξουσία, ως μία απευθείας ανάθεση, που στο τέλος της ημέρας εξέθεσε τους ίδιους. Και βέβαια, αν εκτέθηκαν οι ίδιοι δεν έχει καμία σημασία. Στην προκειμένη περίπτωση, εξέθεσαν και την ίδια την αθλήτρια, που και κορυφαία είναι στο αγώνισμά της και δεν έχει λόγο να απολογηθεί σε κανέναν για τις επιλογές στην προσωπική της ζωή.

Άλλωστε, υπάρχουν πολλοί αθλητές που, όπως εκείνη θα μπορούσαν να φέρουν τη σημαία. Υπάρχουν αθλητές και αθλήτριες με περισσότερα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα, που θα μπορούσαν να κρατήσουν την ελληνική σημαία. Όπως, για παράδειγμα, ο 44χρονος Έλληνας Πρωταθλητής του πινγκ – πονγκ Δημήτρης Γκιώνης, που θα συμμετάσχει σε Ολυμπιακούς Αγώνες, για τέταρτη φορά ή ο/η αρχηγός της Εθνικής πόλο ανδρών ή γυναικών!

Σωστές επιλογές, αλλά ημιτελείς

Καταλήγοντας, οι επιλογές της ΕΟΕ να ορίσουν τον Γιάννη Αντετοκούμπο και την Αντιγόνη Ντρισμπιώτη σημαιοφόρους της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας, στους Αγώνες του Παρισιού ήταν ορθές. Όπως, θα ήταν εξίσου ορθές αν στη θέση του Γιάννη ήταν ο Μίλτος και στη θέση της Αντιγόνης, η Κατερίνα.

Η ΕΟΕ, με την τελική επιλογή της, τίμησε όχι μόνο την αθλητική αξία, τις αγωνιστικές επιτυχίες, αλλά και τη συνολική προσπάθεια, την προσωπική πορεία, την κοινωνική δράση και εν τέλει το ήθος. Ιδιαίτερα, η επιλογή του Αντετοκούμπο στέλνει και το μήνυμα ότι η ελληνική κοινωνία είναι πλέον, πολυεθνική, ανοικτή σε όλες τις θρησκείες και όλες τις φυλές. Δίνει ίσες ευκαιρίες σε όλους, ανεξαρτήτως οικονομικής και κοινωνικής προέλευσης. Ακόμα και αν η πραγματικότητα δεν είναι ακριβώς αυτή, έστω και συμβολικά ή προσχηματικά καλό είναι να στέλνεται αυτό το μήνυμα.

Εκείνο που λείπει από την απόφαση της ΕΟΕ είναι μία επαρκής αιτιολόγηση των επιλογών. Η ΕΟΕ είναι ο φορέας που εκπροσωπεί, τις αξίες του Ολυμπισμού στην Ελλάδα. Δεν μπορεί να λειτουργεί με κλειστές πόρτες και με αδιαφάνεια. Με αυτή την έννοια, μία σύντομη αιτιολόγηση των επιλογών θα ήταν χρήσιμη. Όπως θα ήταν χρήσιμη και η αιτιολόγηση των προτάσεων, που τελικά απορρίφθηκαν. Ο ορισμός από μόνος του δε φτάνει. Πρέπει να συνοδεύεται με το αντίστοιχο μήνυμα.

Διότι, σε διαφορετική περίπτωση, καθένας (πχ. όπως ο συντάκτης αυτού του άρθρου) μπορεί να φαντάζεται οτιδήποτε και να αποδίδει στις επιλογές οποιαδήποτε πρόθεση. Και κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματικά κρίμα, όταν αναφερόμαστε σε κάτι τόσο σπουδαίο όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες και όταν εμπλέκονται πρόσωπα τόσο σημαντικά, όπως ο Γιάννης, η Αντιγόνη, ο Μίλτος, η Κατερίνα και η Μαρία.

Εν τέλει, με αυτόν τον τρόπο αποδίδεται η Τιμή της Σημαίας σε αυτούς που την αξίζουν και αυτοί που την αξίζουν αποδίδουν στη Σημαία την Τιμή που της πρέπει.

(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)