Opinions

Τηλεοπτικά δικαιώματα στο Ελληνικό ποδόσφαιρο: Αλλάζει το τοπίο;

Κώστας Καρβουναρίδης Κώστας Καρβουναρίδης
Τηλεοπτικά δικαιώματα στο Ελληνικό ποδόσφαιρο: Αλλάζει το τοπίο;
Μπορεί καθένας να υποψιαστεί ότι η κινητικότητα στο πεδίο της τηλεοπτικής μετάδοσης των αγώνων ποδοσφαίρου είναι η αρχή μίας νέας φάσης για το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο.

Η σύμπραξη της Cosmote και της Νova, για ανταλλαγή των αθλητικών καναλιών τους, τάραξε τα νερά στο χώρο της συνδρομητικής τηλεόρασης, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τη μετάδοση αθλητικών αγώνων. Μέχρι σήμερα, ένας φίλαθλος που επιθυμούσε να παρακολουθήσει τους αγώνες του ελληνικού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου έπρεπε να είναι συνδρομητής και στα δύο κανάλια. Επίσης, το ίδιο θα έπρεπε να κάνει κάποιος που επιθυμούσε να δει, για παράδειγμα και το Champions League στο ποδόσφαιρο και την Ευρωλίγκα στο μπάσκετ. Επίσης, δύο συνδρομές πρέπει να πληρώνει κάποιος που ενδιαφέρεται και για το αγγλικό και για το ιταλικό πρωτάθλημα. Μετά τη σύμπραξη, κάποιος μπορεί να είναι συνδρομητής μίας από τις δύο πλατφόρμες και πληρώνοντας μία ελάχιστη διαφορά, θα μπορεί να έχει στο δέκτη του όποιο αθλητικό γεγονός επιθυμεί.

Είναι μία συμφωνία επωφελής για τους Έλληνες φιλάθλους. Παράλληλα, φαίνεται ότι με αυτόν τον τρόπο θα καταπολεμηθεί και η πειρατεία. Διότι, παρά τις αυστηρές ποινικές κυρώσεις και τον αδιάκοπο πόλεμο που έχουν κηρύξει τα συνδρομητικά κανάλια στους «πειρατές», υπολογίζεται ότι στην αγορά κυκλοφορούν περίπου 900.000 πλαστές κάρτες. Υπολογίζεται ότι τα κανάλια χάνουν περίπου 90 εκ. Ευρώ, ενώ οι απώλειες για το Ελληνικό Δημόσιο φτάνουν τα 25 – 30 εκ. Η ελαχιστοποίηση του κόστους για να αποκτήσει κάποιος νόμιμη πρόσβαση στα κανάλια αθλητικού περιεχομένου και της δεύτερης πλατφόρμας, πιστεύεται ότι θα αποθαρρύνει την πειρατεία και θα φέρει νέα έσοδα στους τηλεοπτικούς παρόχους.

Μέχρι σήμερα, ένας νόμιμος τηλεθεατής θα έπρεπε να πληρώνει περίπου 50 € το μήνα, για να παρακολουθεί και τη Nova και την Cosmote TV. Μετά τη σύμπραξη το κόστος θα πάει κάπου στα 28 – 30 €. Δηλαδή, θα γλυτώσει περίπου 20 € το μήνα. Ένα νοικοκυριό, με αυτόν τον τρόπο εξασφαλίζει κάτι λιγότερο από δύο λίτρα λάδι το μήνα, για τα επόμενα τρία χρόνια. Παίρνοντας ένα μεγάλο κομμάτι των πειρατών, οι δύο ψηφιακές πλατφόρμες κερδίζουν… πολλά περισσότερα λίτρα λάδι. Φαίνεται, επομένως, ότι υπάρχει μία κατάσταση επωφελής και για τα κανάλια και για τους συνδρομητές.

Κίνδυνοι

Από την άλλη πλευρά, η Cosmote και η Nova κατέχουν το μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς, ελέγχουν τις μεταδόσεις των αθλητικών διοργανώσεων και με αυτόν τον τρόπο κυριαρχούν. Η συμφωνία στην οποία κατέληξαν, σχεδόν, αποκλείει κάθε άλλο ανταγωνιστή και τους δίνει δεσπόζουσα θέση. Ωστόσο, η νομιμότητα της συμφωνίας τους, λόγω της δεσπόζουσας θέσης που τους δίνει, θα πρέπει να εξεταστεί και υπό το πρίσμα της αντι - μονοπωλιακής νομοθεσίας. Ιδιαίτερα στην περίπτωση, που μετά την ουσιαστική κατάργηση του ανταγωνισμού στη συγκεκριμένη αγορά, αυτή η θέση μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως. Είναι ένα ενδιαφέρον θέμα για τους εξειδικευμένους νομικούς σε θέματα ανταγωνισμού…

Δίκη προθέσεων

Υπάρχει όμως, και μία ακόμα διάσταση, που θα πρέπει να ληφθεί υπόψη και ενδεχομένως να εξηγήσει γιατί τα δύο συνδρομητικά κανάλια συνασπίστηκαν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Τα τηλεοπτικά συμβόλαια των μεγαλύτερων ελληνικών ομάδων λήγουν στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου 2024-2025. Αυτό σημαίνει ότι ομάδες και κανάλια, στο τέλος της σεζόν, θα πρέπει να επαναδιαπραγματευθούν τα νέα συμβόλαια. Αν το καθεστώς της αγοράς παρέμενε το ίδιο, η Cosmote και η Nova θα έπρεπε να μπουν στη διαδικασία ενός άτυπου πλειστηριασμού, για να μπορέσουν να πείσουν τις μεγάλες ελληνικές ομάδες να τους παραχωρήσουν τα δικαιώματα αποκλειστικής μετάδοσης των αγώνων τους. Με τη σύμπραξή αυτή, επί της ουσίας, αποφεύγουν τη… δημοπρασία και ρίχνουν τις τιμές των τηλεοπτικών δικαιωμάτων.

Και το ποδόσφαιρο;

Όμως, για όσους αγαπούν το ποδόσφαιρο, το ζητούμενο δεν είναι τί κάνουν τα κανάλια, αλλά τί κάνουν οι υπεύθυνοι για το Ελληνικό Πρωτάθλημα. Εδώ και χρόνια, διατυπώνεται και τεκμηριώνεται επιστημονικά η άποψη ότι είναι λάθος για τις ομάδες να διαθέτουν τα τηλεοπτικά δικαιώματά τους σε ατομική βάση και ότι συνολικά ο συνεταιρισμός της Superleague θα πρέπει να τα πουλήσει συλλογικά. Δηλαδή… Μέχρι τώρα ο ΠΑΟΚ, η ΑΕΚ, ο Ολυμπιακός, ο ΠΑΟ, ο Άρης και κάθε ΠΑΕ ερχόταν σε απευθείας διαπραγμάτευση με τα κανάλια και πουλούσε τα τηλεοπτικά δικαιώματα των εντός έδρας αγώνων, των οποίων ήταν, βάσει νόμου δικαιούχος. Τα έσοδα του συμβολαίου, όπως είναι φυσικό, πήγαιναν απευθείας στα ταμεία της ομάδας, που τα διέθετε κατά το δοκούν.

Από αυτή τη διαδικασία στο παρελθόν ευνοήθηκαν διάφοροι ιδιοκτήτες, που εμφανίστηκαν ως κομήτες πήραν τα χρήματα των τηλεοπτικών συμβολαίων και εξαφανίστηκαν. Αυτή η πρακτική αφενός μεν οδήγησε σε πτώχευση πολλές ομάδες και αφετέρου φαλήρισαν και τηλεοπτικοί πάροχοι, που, για να μπουν στην τηλεοπτική αγορά, έδωσαν τρελά ποσά που ποτέ δεν επέστρεψαν. Με αυτόν τον τρόπο, ούτε η τηλεοπτική αγορά «άνοιξε», ούτε οι ομάδες επένδυσαν σε υποδομές ή -έστω- σε παίκτες. Η απαξίωση του ελληνικού ποδοσφαίρου δεν άργησε να φανεί…

Κρίσιμο σταυροδρόμι – μεγάλη ευκαιρία

Μετά από πολλά χρόνια, λέγεται ότι η άποψη εκείνων που υποστήριζαν ότι η διάθεση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων θα πρέπει να γίνεται όπως στις περισσότερες αναπτυγμένες ποδοσφαιρικά χώρες. Δηλαδή, συλλογικά όλες οι ΠΑΕ που αποτελούν το Συνεταιρισμό της Superleague, θα διαθέσουν τα δικαιώματα μετάδοσης όλων των αγώνων και, στη συνέχεια θα τα διανείμουν μεταξύ τους. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι προφανές ότι τα δύο συνδρομητικά κανάλια θα δυσκολεύονταν να αγοράσουν το πλήρες πακέτο και μάλιστα σε συνθήκες δημοπρασίας. Άρα, η πρόσφατη συμφωνία τους δεν αποκλείεται να έχει στραμμένο το βλέμμα στο μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη και αυτό το πιθανό ενδεχόμενο.

Συνασπισμένοι οι δύο πάροχοι θα μπορέσουν να συγκεντρώσουν και καταβάλουν ένα αξιόλογο ποσό, με το οποίο θα πείσουν τη Superleague να τους δώσει τα δικαιώματα των αγώνων. Παράλληλα, η κοινή διαχείριση των εσόδων από την πώληση των τηλεοπτικών δικαιωμάτων θα δώσει μία μεγάλη ευκαιρία στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Στην πρόσφατη ομιλία του πριν από την κλήρωση του Πρωταθλήματος της Superleague ο Πρόεδρος της κοινοπραξίας Βαγγέλης Μαρινάκης είπε ότι φιλοδοξία του είναι να φτάσει η Ελλάδα στη 10η θέση του ranking της ΟΥΕΦΑ. Για να επιτευχθεί ο στόχος, θα πρέπει, επιτέλους, τα πραγματικά αφεντικά του ελληνικού ποδοσφαίρου να συμφωνήσουν στη διαμόρφωση ενός ελκυστικού Πρωταθλήματος, με συγκεκριμένες προδιαγραφές και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Τα περιθώρια βελτίωσης, τόσο σε συλλογικό επίπεδο όσο και σε ατομικό για κάθε ομάδα είναι τεράστια. Και αντίστοιχα τεράστια είναι τα περιθώρια πολλαπλασιασμού των κερδών.

Τα κοινά έσοδα, σε όλα τα αναπτυγμένα πρωταθλήματα διανέμονται βάσει διαφόρων κριτηρίων. Οι αγωνιστικές επιδόσεις και η δημοτικότητα κάθε ομάδας είναι δύο από αυτά. Ταυτόχρονα όμως, με ειδικά μπόνους δίνεται το οικονομικό κίνητρο στις μικρότερες ομάδες να εξελίξουν τις υποδομές και το δυναμικό τους, χωρίς να έχουν την υποχρέωση να είναι δορυφόροι των μεγάλων, για να επιβιώσουν. Παράλληλα, σε όλες τις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες, στις οποίες ο κος Μαρινάκης θέλει να μοιάσει το ελληνικό πρωτάθλημα, δίδεται έμφαση στην ύπαρξη ενός ανταγωνιστικού πρωταθλήματος στη β’ κατηγορία (Superleague 2).

Ο δρόμος αυτός είναι γνωστός. Ακολουθήθηκε σε όλες τις προηγμένες ποδοσφαιρικά χώρες και προτάθηκε δεκάδες φορές. Κάθε φορά κυριαρχούσε το ατομικό συμφέρον, οι προσωπικοί ανταγωνισμοί των ιδιοκτητών και η ανάγκη να υπάρξει κυριαρχία στα παιχνίδια εξουσίας.

Μπορεί καθένας να υποψιαστεί ότι η κινητικότητα στο πεδίο της τηλεοπτικής μετάδοσης των αγώνων ποδοσφαίρου είναι η αρχή μίας νέας φάσης για το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Πολλοί μπορούν να φανταστούν ότι μπροστά στη μάχη που ετοιμάζεται ενόψει της επόμενης τηλεοπτικής σεζόν (2025-2026) οι βασικοί πάροχοι έχουν αρχίσει να παίρνουν θέση. Και άλλοι, ίσως πιο ρομαντικοί, μπορούν να ελπίζουν (ή ακόμα και να φαντασιώνονται) ότι και τα αφεντικά του ελληνικού ποδοσφαίρου θα πάρουν και αυτοί τη θέση τους. Αυτή τη φορά με ένα οργανωμένο σχέδιο που θα συμβάλλει στην ανάπτυξη του ελληνικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Μακάρι να είναι έτσι…

(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)