Opinions

Αικατερίνα Παπανικολάου: Ανοίκεια επικοινωνιακή πρωτοβουλία της ανώτατης εισαγγελικής αρχής

Αικατερίνα Παπανικολάου Αικατερίνα Παπανικολάου
Αικατερίνα Παπανικολάου: Ανοίκεια επικοινωνιακή πρωτοβουλία της ανώτατης εισαγγελικής αρχής
«Η υπόθεση άλλωστε παραείναι σοβαρή για να αποδώσει κανείς ταπεινά κίνητρα στους περί τη συνταγματική νομιμότητα αγωνιώντες».

Για την από 30.07.2024 «ανακοίνωση – ενημέρωση σχετικά με τις υποκλοπές», όπως προσδιορίζεται το υπογραφόμενο από την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου σχετικό κείμενο, σε μια ανοίκεια – είναι αλήθεια – επικοινωνιακή πρωτοβουλία της ανώτατης εισαγγελικής αρχής, έχουν ήδη αναδειχθεί σχεδόν τα πάντα, στο δημόσιο – τόσο νομικό, όσο και πολιτικό – λόγο. Στις λίγες σκέψεις που ακολουθούν συνεπώς, θα περιοριστούμε στην επισήμανση δύο μόνο συμπληρωματικών παραμέτρων προς επίρρωση του προβληματισμού σε σχέση με τα δικαιοκρατικά ελλείμματα της εριζόμενης υπόθεσης.
Κατά πρώτον, δεν είναι μόνο το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής: ΔΕΕ), με την πρόσφατη απόφασή του, C‑349/21, της 16ης Φεβρουαρίου, Spetsializiran nakazatelen sad, όπου επιχειρώντας να περισώσει το κύρος της διαδικασίας άρσης του απορρήτου, δέχεται κατ’ οικονομία ότι η αιτιολογία της απόφασης επιβολής του μέτρου μπορεί να συναχθεί από τη συνδυαστική ανάγνωση αφενός, του υποβληθέντος από την επισπεύδουσα υπηρεσία αιτήματος και αφετέρου, της εγκριτικής απόφασης που εκδίδει ακολούθως η δικαστική αρχή.

Εξίσου πρόσφατα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής: ΕΔΔΑ) επέλυσε ανάλογο ζήτημα ομοιοτρόπως. Στην απόφαση Potoczká και Adamčo κατά Σλοβακίας, της 12ης Ιανουαρίου 2023, το Δικαστήριο διαπιστώνοντας την πλήρη έλλειψη αιτιολογίας κατά την επιβολή του περιοριστικού μέτρου στο πλαίσιο ποινικής διερεύνησης υπόθεσης εκβιασμού, σπεύδει καταρχάς, να υπενθυμίσει ότι η έλλειψη αιτιολογίας αναιρεί κάθε δυνατότητα ελέγχου της αναλογικότητας του μέτρου. Με άλλα λόγια, όσο η άρση του απορρήτου δεν αιτιολογείται επαρκώς, ο δικαστικός έλεγχος δε μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αμφισβητήσει τον αναπόφευκτο χαρακτήρα του περιορισμού και τη συμβατότητά του με τα κριτήρια της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Στην προσπάθειά του να προσεγγίσει με ευρύτητα την εθνική νομοθεσία και την τηρούμενη διοικητική πρακτική προκειμένου να εξαντλήσει καλοπίστως τη δυνατότητα σύμφωνης με τη Σύμβαση ερμηνείας τους, το ΕΔΔΑ φαίνεται επίσης, να αρκείται ακόμα και στην αθροιστική αξιολόγηση των δύο σταδίων - υποβολή αιτήματος και εγκριτική απόφαση -, έστω κι αν δεν πληρούνται αυτοτελώς τα πάγια νομολογιακά κριτήριά του για καθένα από αυτά.

Είναι γεγονός ότι η προσχώρηση τόσο του ΔΕΕ, όσο και του ΕΔΔΑ σε διασταλτική εκδοχή της αντίληψης περί επαρκούς αιτιολογίας, δεν αφορά σε καμία από τις προαναφερόμενες αποφάσεις, την άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Και στις δύο περιπτώσεις, η επιβολή του περιορισμού από τις εθνικές αρχές της Βουλγαρίας και της Σλοβακίας, αντίστοιχα συνδέεται με τη διερεύνηση ποινικών αδικημάτων – συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση προς διευκόλυνση της παράνομης εισόδου στη βουλγαρική επικράτεια, στην απόφαση του ΔΕΕ και εκβίαση έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, στην απόφαση του ΕΔΔΑ -.

Και μολονότι γίνεται δεκτό ότι η ένταση της αιτιολογίας στο πεδίο της εθνικής ασφάλειας ευλόγως υπολείπεται σε σχέση με την αιτιολογία που επιβάλλεται να συνοδεύει το αίτημα στην περίπτωση ποινικής διερεύνησης σοβαρών αδικημάτων, αυτό κατά κανέναν τρόπο, δεν ισοδυναμεί με πλήρη κατάργηση της υποχρέωσης αιτιολόγησης του μέτρου, στην κατηγορία της εθνικής ασφάλειας. Υπό αυτή την έννοια, η παραπομπή της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου στην προαναφερόμενη απόφαση του ΔΕΕ ως επιχείρημα υπέρ της άποψης ότι η διαδικασία που καθιερώνει ο εθνικός νόμος, «ο οποίος … διαχρονικά δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας … είναι σύμφωνη και με το πνεύμα του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» είναι ανακριβής. Στην πραγματικότητα, αντιστρέφει πλήρως τον επαγωγικό συλλογισμό του ενωσιακού δικαστή, ο οποίος αντιλαμβάνεται την παράθεση αιτιολογίας ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση νομιμότητας του περιορισμού.

Περαιτέρω, ιδιαιτέρως προβληματίζει η διενέργεια του ελέγχου που διεξήγαγε ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών με ειδικούς πραγματογνώμονες προς τούτο ορισθέντες από τον ίδιο. Χωρίς να αμφισβητείται προφανώς, η νομιμότητα της πράξης, διερωτώμαστε κυρίως, για τη μεθοδολογική συνέπεια της επιλογής. Ούτε πρόκειται εδώ να επεκταθούμε στην ήδη ορθώς διατυπωθείσα κριτική περί αποσπασματικότητας και ελεγχόμενης αξιοπιστίας της διενεργηθείσας ανακριτικής πράξης: ο έλεγχος δεν περιέλαβε τις διατάξεις άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας που εκδίδει η Διεύθυνση Εγκλημάτων Ειδικής Βίας (ΔΑΕΕΒ ή Αντιτρομοκρατική, όπως είναι ευρύτερα γνωστή). Σε κάθε περίπτωση δε, είναι τουλάχιστον παράδοξο ο ελεγκτής να αρκείται στα προσκομισθέντα από τον ελεγχόμενο στοιχεία – της ΕΥΠ, εν προκειμένω -, χωρίς την αυτονοήτως επιβεβλημένη διασταύρωσή τους στην έδρα του παρόχου.

Κι ενώ κατά τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, πράγματι «αν απαιτούνται ειδικές γνώσεις ορισμένης επιστήμης ή τέχνης για να γίνει ακριβής διάγνωση και κρίση κάποιου γεγονότος, οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη», η υπό συζήτηση περίπτωση διαφέρει ουσιωδώς από τα γενικώς προβλεπόμενα στο άρθρο 183 ΚΠΔ. Η πρόσληψη και η διαχείριση ζητημάτων άρσης του επικοινωνιακού απορρήτου απαιτεί υψηλής εξειδίκευσης τεχνοκρατική επάρκεια, τόσο σε νομικό, όσο και κυρίως, σε επίπεδο θετικών επιστημών. Αυτή ακριβώς η απαίτηση για έγκυρη και αδιαλείπτως επικαιροποιούμενη επιστημονική γνώση, σε περιβάλλοντα εκθετικής εξέλιξης, συνιστά έναν από τους γενεσιουργούς λόγους σύστασης των ανεξάρτητων αρχών γενικότερα.

Σε ό,τι αφορά την περίπτωση της ΑΔΑΕ, η ιδρυτική αφετηρία της ανάγεται στη μέριμνα του συντακτικού νομοθέτη για την προστασία του απολύτως απαραβίαστου δικαιώματος του άρθρου 19 Συντάγματος, σε συνδυασμό με τη δυσχέρεια κατανόησης και διαχείρισης ύλης αφορώσας τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες – γνωστικό και επιχειρησιακό πεδίο ευρισκόμενο στην αιχμή της τεχνολογίας -. Τεκμαίρεται συνεπώς, ότι το κατά νόμο απαιτούμενο εγνωσμένο κύρος των επιλεγμένων με αυξημένη πλειοψηφία, από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής, μελών που στελεχώνουν τις ανεξάρτητες αρχές εγγυάται κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο την αξιοπιστία των κρίσιμων ελέγχων, στην επίμαχη υπόθεση των υποκλοπών. Θα περίμενε κανείς ότι αποτελεί κοινό τόπο η προστιθέμενη αξία της εξοικείωσης που εκ της καταστατικής της αποστολή διαθέτει η ΑΔΑΕ και η δυνατότητά της κατ’ αποτέλεσμα, να συνδράμει αποφασιστικά στην εκκαθάριση μιας τόσο επώδυνης για τη δημοκρατία υπόθεσης.

Τέλος, είναι αυτονόητο ότι στις προαναφερόμενες σκέψεις δε λανθάνει η ελάχιστη μομφή σε βάρος της επιστημονικής εγκυρότητας των επιφορτισθέντων με τη σύνταξη της πραγματογνωμοσύνης. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Περαιτέρω, θα ήταν απλοϊκή – αν όχι ιδιοτελής – η ανάγνωση του ζητήματος ως ένα ακόμα επεισόδιο θεσμικού ανταγωνισμού μεταξύ δικαστικής λειτουργίας και ανεξάρτητων αρχών. Είναι προφανές ότι ο προβληματισμός της γράφουσας δεν αντηχεί τις υπαρξιακές ανασφάλειες των τελευταίων, ούτε συνηγορεί στην αγωνία τους να εμπεδώσουν το ρόλο τους εντός της κλασικής τριμερούς διάκρισης των εξουσιών. Η υπόθεση άλλωστε παραείναι σοβαρή για να αποδώσει κανείς ταπεινά κίνητρα στους περί τη συνταγματική νομιμότητα αγωνιώντες.

(Η Dr Αικατερίνα Π​ΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ είναι Δικηγόρος, τ. Μέλος στην ​Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών)