Opinions

Υποψήφιοι πολιτικοί ηγέτες σε περιβάλλον απο-νομιμοποίησης της πολιτικής

Παναγιώτης Καρκατσούλης Παναγιώτης Καρκατσούλης
Υποψήφιοι πολιτικοί ηγέτες σε περιβάλλον απο-νομιμοποίησης της πολιτικής
Η χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος από το οικονομικό δεν εξαντλείται στις διαπροσωπικές συναλλαγές.

Όσον αφορά, για παράδειγμα, την κοινωνική διαβούλευση, μόνο ένας στους πέντε Έλληνες (21%) πιστεύει ότι το πολιτικό σύστημα επιτρέπει σε «κοινούς θνητούς» να έχουν λόγο στις αποφάσεις της κυβέρνησης.

Οι διαδικασίες που διέπουν την ανάδειξη αρχηγών στα πολιτικά κόμματα έχουν έναν εσωστρεφή χαρακτήρα και ενδιαφέρουν, κυρίως, τα κομματικά στελέχη. Προσωπικές ατζέντες και φιλοδοξίες υπερκαλύπτουν έναν προγραμματικό και επιχειρησιακό λόγο που θα έπρεπε να αναφέρεται στα μείζονα.

Ελάχιστα ή καθόλου οι εσωκομματικές διελκυστίνδες αναφέρονται η συμβάλλουν στην επίλυση του προβλήματος της αυξανόμενης απο-νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.

Τα ερωτήματα κατά πόσο βελτιώνεται η σχέση των πολιτικών κομμάτων και των πολιτών μέσα από αντίστοιχες διαδικασίες ηγετικών ανακατατάξεων και κατά πόσον ο προεκλογικός αγώνας των υποψηφίων αναβαθμίζει τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ τους, και συμβάλλει θετικά σε μια κουλτούρα συνθέσεων και συναινέσεων, συναντούν, μέχρι τώρα, μόνο αρνητικές απαντήσεις.

Ενώ, πάντως, στις διαδικασίες για την ανάδειξη αρχηγών αφιερώνεται ένα σημαντικό κομμάτι ενημέρωσης, δεν συμβαίνει το ίδιο με έρευνες και μελέτες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, όπως η έρευνα του ΟΟΣΑ για την «εμπιστοσύνη» (https://www.oecd.org/en/topics/sub-issues/trust-in-government.html) μεταξύ πολιτικών σχηματισμών και πολιτών.

Σ΄ αυτές θα άξιζε περισσότερη προσοχή, όχι μόνον επειδή δείχνουν τη γνώμη που έχουν οι πολίτες για την ποιότητα της διακυβέρνησης (που περιλαμβάνει τόσο τους θεσμούς όσο και τα πρόσωπα που τους υπηρετούν σε ηγετικές θέσεις) αλλά και επειδή η ρητορική των υποψηφίων θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με ορισμένες δεσμεύσεις για την αναστροφή της πορείας απο-νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.

Η πορεία αυτή αποκαλύπτεται ανάγλυφα στο 76% των Ελλήνων που πιστεύει ότι οι κυβερνήσεις τους δεν θα δίσταζαν να έβλαπταν το δημόσιο συμφέρον, εάν αυτό διατυπωνόταν ως απαίτηση μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων. Αυτό σημαίνει ότι έχει διαμορφωθεί μια οριζόντια πεποίθηση- ανεξαρτήτως κομμάτων- ότι το πολιτικό σύστημα υποτάσσεται σ’ έναν οικονομικό ορθολογισμό- κάτι το οποίο, όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποτελεί τη λυδία λίθο για το έλλειμμα νομιμοποίησης κυβερνήσεων και πολιτικών κομμάτων.

Η χειραγώγηση του πολιτικού συστήματος από το οικονομικό δεν εξαντλείται στις διαπροσωπικές συναλλαγές. Όσον αφορά, για παράδειγμα, την κοινωνική διαβούλευση, μόνο ένας στους πέντε Έλληνες (21%) πιστεύει ότι το πολιτικό σύστημα επιτρέπει σε «κοινούς θνητούς» να έχουν λόγο στις αποφάσεις της κυβέρνησης.

Oι Έλληνες εμπιστευόμαστε περισσότερο τον «λόγο» του άλλου (ποσοστό 54%), παρά την τρέχουσα κοινή πεποίθηση ότι υπάρχει μια γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ μας. Ακολουθεί η εμπιστοσύνη στην αστυνομία (51%), στα δικαστήρια και στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης (47%). Σημαντικά χαμηλότερα, βρίσκεται η εμπιστοσύνη στην τοπική αυτοδιοίκηση (39%) και την κεντρική κυβέρνηση (32%). Παρακάτω βρίσκεται το Κοινοβούλιο (32%) και η δημόσια διοίκηση (31%), ενώ στις δύο τελευταίες θέσεις βρίσκονται τα ΜΜΕ (22%) και τα πολιτικά κόμματα σε ποσοστό 17%.

Η εμπιστοσύνη εκφραζόμενη ως θετική στάση των πολιτών και επιδοκιμασία εκ μέρους τους της λειτουργίας των θεσμών συνιστά έναν κρίσιμο δείκτη για την αποτίμηση της πολιτικής νομιμοποίησης.

Η έννοια της νομιμοποίησης ανατρέχει στον Θουκιδίδη και έκανε μεγάλη καριέρα συνδυαζόμενη με την κρίση, την έλλειψή της. Έτσι, η «κρίση νομιμοποίησης» που εισήχθη στην θεωρία και την πολιτική πρακτική, το 1973, από τον Γερμανό φιλόσοφο Jürgen Habermas, νοηματοδοτείται ως η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ένας θεσμός ή μια δημόσια οργάνωση δεν έχουν την ικανότητα να διατηρήσουν ή να δημιουργήσουν δομές που θα τους επέτρεπαν να είναι αποτελεσματικοί και αποδοτικοί σε σχέση με τους στόχους τους.

Η γενίκευση της αρχικής νοηματοδότησης κατέληξε να οριοθετεί ως κρίση νομιμοποίησης την αδυναμία ενός κράτους, μιας κυβέρνησης να πιάσει τους δηλωμένους στόχους της.

H κρίση νομιμοποίησης από την εμφάνισή της μέχρι τώρα έχει συνδεθεί με ιδεολογικές και πολιτικές παραμέτρους, μεταξύ των οποίων κεντρική θέση έχει το αφήγημα του ύστερου καπιταλισμού και της αυτονόμησης του οικονομικού υποσυστήματος από τα υπόλοιπα.

Έχει, μάλιστα, υποστηριχθεί (W. Schreek) ότι οι κρίσεις νομιμοποίησης είναι αποτέλεσμα των αντιφάσεων που διαπερνούν τον καπιταλισμό με δημοκρατία και, ως εκ τούτου, είναι αναπόφευκτες. Συνιστά, όμως, μια παραδοξότητα το ότι οι κρίσεις αυτές δεν οδηγούν σε κατάρρευση αλλά σε ανάδειξη δυνάμεων και αντοχών για την υπέρβασή τους. Τέτοιες εμφανίστηκαν και στην περίπτωση της τελευταίας υπερδεκαετούς δημοσιονομικής και οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη και την Ελλάδα.

Η υπέρβαση της κρίσης νομιμοποίησης επιτυγχάνεται, κατά τους περισσότερους ειδικούς μέσω των μεταρρυθμίσεων που αλλάζουν τον λειτουργικό κώδικα του πολιτικού συστήματος. Η «καλή νομοθέτηση», για παράδειγμα, είναι μια τέτοια μεταρρύθμιση, αφού διαθέτει ως κεντρικά εργαλεία την Ανάλυση Επιπτώσεων που υποχρεώνει σε ορθολογικές επιλογές και τη Διαβούλευση που είναι σύμφυτη με την διαφάνεια και την ανοιχτότητα.

Ιδέες και πρακτικές που προέρχονται τόσο από την ανάλυση δημόσιας πολιτικής και του μάνατζμεντ όσο και από τις θεωρίες δημοκρατίας και του «εξευρωπαϊσμού», αποσκοπούν στην υπέρβαση της κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος και στη δημιουργία μιας θεσμικής και συνταγματικής ταυτότητας των πολιτών της ΕΕ.

Ενώ, όμως, η μεταρρυθμιστική ατζέντα δεν έχει αμφισβητηθεί στην πυρήνα της, εδώ και δεκαετίες, η κρίση νομιμοποίησης εξακολουθεί με ιδιαίτερη ένταση. Ο λόγος πρέπει να αναζητηθεί στην εμφάνιση των νέων προβλημάτων της κλιματικής αλλαγής και της μετανάστευσης που προστίθενται στα άλυτα προβλήματα που προκαλεί ο πελατειασμός.

Οι συνέπειες της κρίσης νομιμοποίησης δεν έχουν καταγραφεί και αξιολογηθεί επαρκώς. Υπάρχει, για παράδειγμα, μια αμήχανη συζήτηση για την καλπάζουσα βία και ανομία, μια παθητικότητα απέναντι σε συμπεριφορές και πολιτικές που απειλούν τον πυρήνα της κοινωνικής ζωής και μεγεθύνουν τις ανισότητες χωρίς να αναπτύσσονται ενεργές πολιτικές για την ανάσχεσή τους που θα συμβάλλουν και στην ενδυνάμωση της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος.

Το ίδιο ισχύει και στο παράδειγμα της αδυναμίας ελέγχου της ακρίβειας. Η λύση που θα συνέβαλε αποφασιστικά σε μια βιώσιμη λύση του προβλήματος, δηλαδή, η ενίσχυση των πολιτικών υγιούς ανταγωνισμού (και των δομών εφαρμογής τους) παρακάμπτεται υπέρ εμβαλωματικών επιδοματικών πολιτικών που προσφέρουν μια βραχυχρόνια ανακούφιση χωρίς να λύνουν το πρόβλημα και, κατ’ επέκταση, να ενισχύουν την αξιοπιστία των κρατικών δομών και της διακυβέρνησης.

Υπάρχει, συνεπώς, αδήριτη αναγκαιότητα από όσους διεκδικούν την ηγεσία των πολιτικών κομμάτων που συμμερίζονται την αναγκαιότητα υποστήριξης της νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος να συνηγορήσουν σε μια αντίστοιχη ατζέντα. Αυτή περιλαμβάνει τόσο ορισμένες μεθοδολογικές αρχές όσο και ζητήματα ουσίας. Στις μεθοδολογικές προκείμενες περιλαμβάνονται:

Α) Η ανάλυση της υφιστάμενης κατάστασης και των εναλλακτικών λύσεων πρέπει να στηρίζεται στη γνώση τους. Δεν αρκούν οι δηλώσεις και προθέσεις γενικόλογου χαρακτήρα ούτε οι τίτλοι των προβλημάτων και η επανάληψη τετριμμένων διαπιστώσεων. Η γνωστική επάρκεια του υποψήφιου ηγέτη επιτρέπει στους πολίτες να σχηματίσουν την προσδοκία ότι ο συγκεκριμένος μπορεί να διοικήσει.

Β) Έχοντας τη γνώση των προβλημάτων, ο υποψήφιος ηγέτης πρέπει να γνωστοποιήσει τον τρόπο με τον οποίο θα οργανώσει την αντιμετώπισή τους. Θα πρέπει να παρουσιάσει την αλληλουχία των δράσεων και τον τρόπο με τον οποίο θα παρακολουθεί την εφαρμογή όσων δεσμευτεί ότι θα κάνει. Σημαντική επίσης παράμετρος της ηγετικότητάς του είναι η γνωστοποίηση των συνεργατών του με τους οποίους θα τα πετύχει αυτά που υπόσχεται.

Και όσον αφορά τα ουσιώδη ζητήματα που ενισχύουν την κοινωνική νομιμοποίηση της πολιτικής, σ΄ αυτά περιλαμβάνονται οπωσδήποτε:

v Η πολυ-επίπεδη διακυβέρνηση που επιτυγχάνεται μόνο με αποκέντρωση και ενδυνάμωση της Περιφέρειας.

v Η αποκατάσταση συγχύσεων που νοθεύουν τη διάκριση των λειτουργιών, όπως, για παράδειγμα, οι επικαλυπτόμενες ιδιότητες του βουλευτή και υπουργού.

v Η λειτουργική και οργανωτική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης,

v Η ενίσχυση της διαφάνειας στην επιλογή των μελών των Ανεξάρτητων Αρχών.

v Η ενδυνάμωση της διαβούλευσης με τη συμμετοχή της κοινωνίας πολιτών στη λήψη αποφάσεων κάθε επιπέδου διακυβέρνησης.

Η αυτο-δέσμευση κάθε υποψήφιου αρχηγού-ηγέτη στα προηγούμενα ζητήματα μπορεί να «υποχρεώσει» και τους υπόλοιπους να αναζητήσουν απαντήσεις πέραν των τετριμμένων και στείρων μεγαλοστομιών και εξαγγελιών.

Πάνω απ’ όλα, όμως, και πέραν της πιθανής επικράτησής του, θα έχει συμβάλλει στην ενίσχυση των θεμελίων του κράτους δικαίου σε εποχές πλήρεις κινδύνων και απειλών για κάθε δημοκράτη.

(Ο Παναγιώτης Καρκατσούλης είναι εμπειρογνώμονας δημόσιας διοίκησης, π. βουλευτής)