Πολιτική

Ευρωεκλογές 1984: Η απαρχή της πόλωσης

Παναγιώτης Κουστένης, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης Παναγιώτης Κουστένης, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Ευρωεκλογές 1984: Η απαρχή της πόλωσης Φωτογραφία: Αριστοτέλης Σαρρηκώστας/Αρχείο ΕΡΤ
Ο Ευ. Αβέρωφ επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ απαντά με Μαύρο και Γλέζο στις δυο πρώτες θέσεις- Η θεσμική παρεκτροπή του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή- Ποιοι εκλέχτηκαν ευρωβουλευτές.

Οι δεύτερες ευρωεκλογές της 17ης Ιουνίου 1984 (που θα διεξάγονταν ταυτόχρονα πια με εκείνες στα υπόλοιπα κράτη-μέλη), ήταν οι πιο σημαντικές αλλά και οι μόνες που διενεργήθηκαν ανεξάρτητα από βουλευτικές μέσα στη δεκαετίας του 1980. Η τοποθέτησή τους στην τρίτη χρονιά του «εκλογικού κύκλου» (της πρώτης κυβερνητικής τετραετίας του ΠΑΣΟΚ, τούς προσέδιδε αυτόματα ρόλο «απολογιστικό» του έργου της «Αλλαγής», με το αποτέλεσμά τους να θεωρείται προμήνυμα για τις βουλευτικές εκλογές της επόμενης χρονιάς. Ήταν έτσι λογικό το περιεχόμενό τους να επικεντρώνεται περισσότερο στο ενδιαφέρον της εγχώριας πολιτικής σκηνής και όχι αποκλειστικά στην ευρωπαϊκή πολιτική της χώρας.

Χαρακτηριστική άλλωστε ήταν η επιλογή της (οργανωτικά ανασυγκροτημένης, αλλά και εντόνως δεξιόστροφα επαναπροσδιορισμένης) ΝΔ να προσδώσει ευρύτερο πολιτικό χαρακτήρα στην αναμέτρηση («εφ’ όλης της ύλης»), θέτοντας ως στόχο μια γενικότερη ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, ο οποίος πλαισιώθηκε από το γενικότερο σύνθημα της «απ-Αλλαγής». Στην ίδια κατεύθυνση εξηγείται και η επιλογή του Ευ. Αβέρωφ να τεθεί προσωπικά επικεφαλής του ευρωψηφοδελτίου της ΝΔ (καθώς είχε εν τω μεταξύ καταργηθεί το ασυμβίβαστο της ιδιότητας του βουλευτή και του ευρωβουλευτή για τις δύο πρώτες θέσεις του ευρωψηφοδελτίου), απόφαση στην οποία το ΠΑΣΟΚ απάντησε με την τοποθέτηση στις δύο πρώτες θέσεις του Γ. Μαύρου και του Μ. Γλέζου, δηλαδή των δύο υποψηφιοτήτων που στις βουλευτικές εκλογές του 1981 είχαν σηματοδοτήσει την δική του αμφίπλευρη ιδεολογική διεύρυνση.

Η κύρια όμως στρατηγική απάντηση του ΠΑΣΟΚ ήταν να καταφύγει επικοινωνιακά στο πολωτικό σχήμα της σύγκρουσης του «φωτός» με το «σκότος», έμπνευσης του υπουργού Εσωτερικών Μένιου Κουτσόγιωργα, το οποίο επανήλθε πολύ οξύτερο στις εκλογές του 1985 («ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά») και θα σημάδευε όλη την επόμενη δεκαετία, με τη Ν.Δ. να παρακολουθεί στον ίδιο επιθετικό τόνο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι ευρωεκλογές φορτίστηκαν έντονα και έγιναν αντικείμενο σκληρής διαμάχης, με το τεταμένο κλίμα να μεταφέρεται και στις πρωτοφανείς μαζικές προεκλογικές κινητοποιήσεις της κομματικής βάσης τους.

Μάλιστα στην αντιπαράθεση ενεπλάκη και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος σε προεκλογικό διάγγελμά του προσέδωσε στις εκλογές χαρακτήρα «δημοψηφίσματος» σχετικά με τις ευρωπαϊκές θέσεις των κομμάτων για την ΕΟΚ. Παρέμβαση που θεωρήθηκε υπέρβαση του θεσμικού του ρόλου και στηλίτευση της άλλοτε ευρωσκεπτικιστικής στάσης του ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε εν τω μεταξύ μετακινηθεί σε περισσότερο φιλοευρωπαϊκές θέσεις. Για πολλούς από τους πρωταγωνιστές της εποχής, από αυτό το σημείο χρονολογείται και η διάσταση μεταξύ Καραμανλή – Παπανδρέου, που κατέληξε στη ρήξη των σχέσεων τους ένα χρόνο αργότερα (στις 9 Μαρτίου 1985), με την πρόταση του δεύτερου για αντικατάσταση του πρώτου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα από τον Χρήστο Σαρτζετάκη.

ΕΚΛΟΓΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΩΝ 1984

euroekloges1984_7cc16.JPG

Στις ευρωεκλογές, στις οποίες για πρώτη φορά ψήφισαν και οι νέοι άνω των 18 ετών, πρώτο κόμμα αναδείχθηκε και πάλι το ΠΑΣΟΚ με ποσοστό 41,6% (και 10 έδρες), παρουσιάζοντας δηλαδή αύξηση κατά 1,5% σε σύγκριση με εκείνες του 1981. Από την άλλη πλευρά, ακόμα πιο έντονη ήταν η ανάκαμψη των ποσοστών της Νέας Δημοκρατίας (κατά 6,7%), φτάνοντας το 38,1% (και 9 έδρες). Έτσι η αθροιστική δύναμη των δύο κομμάτων ανήλθε στο 79,6%, αποτελώντας ιστορικά το υψηλότερο ποσοστό του δικομματισμού σε ευρωεκλογές. Η εξέλιξη αυτή που προφανώς ήταν ευθεία συνέπεια του πολωμένου προεκλογικού κλίματος, περιόρισε σημαντικά τις επιδόσεις των υπολοίπων κομμάτων, σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα του 1981. Το ΚΚΕ έλαβε 11,6% (και 3 έδρες) και το ΚΚΕ Εσωτερικού 3,4% (και 1 έδρα), ενώ με 2,3% έναν ευρωβουλευτή εξέλεξε και η πρωτοεμφανιζόμενη φιλοχουντική ΕΠΕΝ, δέκα χρόνια μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Το αποτέλεσμα επιβεβαίωσε την –έστω και «τραυματισμένη»– πολιτική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ ενόψει των εκλογών του 1985, οδηγώντας τελικά στην παραίτηση (λόγω και προβλημάτων υγείας) του αρχηγού της Ν.Δ. και στην αντικατάστασή του τρεις μήνες αργότερα από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.
Κρίσιμη πάντως είναι η λεπτομερής μελέτη των μεταβολών στην εκλογική δύναμη των δύο μεγάλων κομμάτων. Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ, παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως εμφάνιζε μια σχετική ομοιογένεια στις περισσότερες περιοχές της χώρας (το ποσοστό του παρουσίασε αύξηση στις 40 από τις 56 εκλογικές περιφέρειες), αυτή τη φορά ήρθε να εξομαλύνει ελαφρώς το ρήγμα μεταξύ πόλης και υπαίθρου, καθώς η ανάκαμψη του κυβερνώντος κόμματος σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 1981 στα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν σχεδόν διπλάσια από ό,τι στο σύνολο της χώρας (2%-3%), παραμένοντας εν τούτοις κατά 9% μειωμένη από τις προηγούμενες βουλευτικές.

Αντίθετα, στις μη αστικές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, η αντίστοιχη ανάκαμψη ήταν μικρότερη της μίας μονάδας. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο και στον νησιωτικό χώρο, που στο σύνολό του τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ εμφάνιζαν αύξηση αντίστοιχη με εκείνη των μεγάλων αστικών κέντρων, τάση που παραπέμπει στην ήδη επιτυχημένη κυβερνητική πολιτική στα νησιά της περιόδου, αλλά και στα πρώτα δείγματα διείσδυσης του ΠΑΣΟΚ στον ιστορικό χώρο της Αριστεράς μετά την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης το 1982. Είναι χαρακτηριστικό ότι σε νησιωτικές περιφέρειες με εαμική παράδοση (Λέσβο, Σάμο, Λευκάδα, Ζάκυνθο) το μέσο ποσοστό του ΠΑΣΟΚ ανήλθε στο 38%, από 32,6% στις προηγούμενες ευρωεκλογές και μόλις μία μονάδα χαμηλότερο από τις βουλευτικές του 1981 (39,2%).

Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των ποσοστών της ΝΔ εντοπίστηκε εξ ολοκλήρου σχεδόν στα αστικά κέντρα (ενισχυμένη ειδικά στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη κατά 8%-9% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 1981) επιβεβαιώνοντας έτσι τη σημαντική ανάκαμψή της στις μεγάλες πόλεις, η οποία είχε διαφανεί ήδη από τις δημοτικές εκλογές του 1982, με τα μισά περίπου από αυτά τα κέρδη (και ειδικά στις μεσοαστικές περιοχές της πρωτεύουσας) να εκτιμάται ότι προέρχονταν από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Όλες οι παραπάνω τάσεις αποτελούσαν προάγγελο ευρύτερων ανακατατάξεων στις εκλογικές βάσεις των κομμάτων που θα συντελούνταν στις επόμενες αναμετρήσεις της δεκαετίας του ΄80.

Επίσης ένα καινούργιο στοιχείο των συγκεκριμένων Ευρωεκλογών ήταν το φαινόμενο της μειωμένης συμμετοχής, με τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων (λιγότερο από 6 εκ.) να αποδεικνύεται περίπου κατά 410.000 (6,4%) χαμηλότερος σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές της επόμενης χρονιάς. Έτσι το φαινόμενο της αποχής εγκαθίσταται και στις ελληνικές ευρωεκλογές, αποτελώντας ένα δομικό στοιχείο του μοντέλου των αναμετρήσεων 2ης τάξης.

Ως προς τη σύνθεση των εκλεγέντων ευρωβουλευτών του 1984, πρέπει να επισημανθεί ότι είναι εκείνη που παρουσίασε τις περισσότερες αντικαταστάσεις βουλευτών (9 συνολικά), αλλά και την πρώτη ανεξαρτητοποίηση (του Γ. Μπούτου, μετά την ήττα της ΝΔ στις εκλογές του 1985). Αξιοσημείωτη επίσης είναι σχεδόν άμεση αντικατάσταση του Γρ. Φαράκου από τον Αλ. Αλαβάνο, με τον δεύτερο να συνεχίζει την πιο μακροχρόνια θητεία (22 συνολικά ετών) στο ευρωκοινοβούλιο, καθώς έμελλε να επανεκλεγεί και στις 3 επόμενες αναμετρήσεις μέχρι το 2004. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και η αντικατάσταση του Λ. Κύρκου από τον Κ. Φιλίνη τον Φλεβάρη του 1985, λόγω της υποψηφιότητας και στη συνέχεια της εκλογής του πρώτου στην ελληνική βουλή.

ΕΚΛΕΓΜΕΝΟΙ ΕΥΡΩΒΟΥΛΕΥΤΕΣ 1984

euroekloges_1984_1_17c21.JPG

Ενδεικτική Βιβλιογραφία

Ηλ. Νικολακόπουλος, «Σύγκρουση Αλλαγής και Απαλλαγής το 1984», ΤΑ ΝΕΑ, 26.5.2009

Π. Κουστένης, «Ευρωεκλογές: αναμετρήσεις στραμμένες στην ελληνική πολιτική σκηνή», στο Β. Βαμβακάς, Π. Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80: Κοινωνικό, Πολιτικό και Πολιτισμικό Λεξικό, Αθήνα: Επίκεντρο, 2014 (2η Εκδ.), σελ. 212-216.

Ε. Τεπέρογλου, Οι Άλλες «Εθνικές» Εκλογές: Η Ιστορία των Ευρωεκλογών στην Ελλάδα 1981-2004, Αθήνα: Παπαζήσης, 2016