Πολιτική

Ευρωεκλογές 2019: Η προαναγγελία των ανακατατάξεων

Παναγιώτης Κουστένης, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης Παναγιώτης Κουστένης, Δρ. Πολιτικής Επιστήμης
Ευρωεκλογές 2019: Η προαναγγελία των ανακατατάξεων
Tο αποτέλεσμα της αναμέτρησης συνιστούσε την εκλογική επιβεβαίωση της ανάκαμψης της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και την εμφατική υπεροχή της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, που σε γενικές γραμμές είχε καταγραφεί σταθερά σε όλες τις δημοσκοπικές μετρήσεις της προηγούμενης τριετίας.

Οι τελευταίες ευρωεκλογές ήταν οι τρίτες κατά σειρά που με το αποτέλεσμα τους σηματοδότησαν μια επερχόμενη κυβερνητική αλλαγή. Άλλωστε η χρονική τους τοποθέτηση και τυπικά στο τέλος του εκλογικού κύκλου, για πρώτη φορά σε τόσο μικρή απόσταση (μόλις 4 μήνες νωρίτερα) από την προβλεπόμενη διεξαγωγή των επόμενων βουλευτικών, τους προσέδιδε εκ των προτέρων βαρομετρικό χαρακτήρα προκριματικής αναμέτρησης. Επιπλέον, χωρίς να έχει μεσολαβήσει άλλη ενδιάμεση εκλογική διαδικασία από τη δεύτερη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβρη του 2015, ήταν λογικό οι ευρωεκλογές να αποκτούν ταυτόχρονα απολογιστικό περιεχόμενο για τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, αλλά και την πρώτη εκλογική δοκιμασία για την νέα (από το 2016) ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Νέα Δημοκρατία.

Μάλιστα, το αυξημένο αυτό πολιτικό ενδιαφέρον, αλλά κυρίως η εκ νέου ταυτόχρονη διεξαγωγή τους με τις αυτοδιοικητικές εκλογές (και εν προκειμένω με τον Α’ Γύρο τους) οδήγησε σε ένα σχετικό ρεκόρ συμμετοχής, με τα έγκυρα (5.656.119) να υπερβαίνουν όχι μόνο εκείνα των προηγούμενων αλλά οριακά και εκείνα των αμέσως επόμενων βουλευτικών (5.649.527), με τα αντίστοιχα αποτελέσματα να διεκδικούν απόλυτη συγκρισιμότητα μεταξύ τους.

Πράγματι το αποτέλεσμα της αναμέτρησης συνιστούσε την εκλογική επιβεβαίωση της ανάκαμψης της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και την εμφατική υπεροχή της έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, που σε γενικές γραμμές είχε καταγραφεί σταθερά σε όλες τις δημοσκοπικές μετρήσεις της προηγούμενης τριετίας. Συγκεκριμένα, με 33,1% (και 8 έδρες), η ΝΔ παρουσίαζε μια αύξηση 5% σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ενώ αντίθετα η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε δραστικά συρρικνωμένη στο 23,8% (και 6 έδρες), καταγράφοντας αντίστοιχη μείωση 11,5%, αλλά και 2,5% σε σχέση με τις προηγούμενες ευρωεκλογές του 2014, όταν ακόμα το κόμμα ήταν σε τροχιά εκλογικής ανόδου. Αποτέλεσμα ήταν η τελική διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων να φτάσει στο 9,3%, μεγαλύτερη από όσο είχε ποτέ καταγραφεί ιστορικά σε όλες τις αναμετρήσεις για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στην Ελλάδα.

EUROEKLOGES_20191_008b2.jpg

Ακόμα σημαντικότερες ανακατατάξεις ωστόσο καταγράφονταν στα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά της ψήφου, με την εκλογική βάση της Νέας Δημοκρατίας να παρουσιάζει σημαντική ανασύνταξη στα δυναμικά στρώματα (και αντίστοιχα στις ηλικίες κάτω των 55 ετών), δηλαδή σε υποσύνολα του εκλογικού σώματος που είχαν αποτελέσει την «αχίλλειο πτέρνα» της από τον εκλογικό σεισμό του 2012 και μετά. Χαρακτηριστική ήταν επίσης η σημαντική ανάκαμψη της επιρροής της στην περιφέρεια της Αττικής, όπου η επίδοσή της (33,7%) προς στιγμή ξεπέρασε τον εθνικό ποσοστό της, φαινόμενο που για μεγάλο συντηρητικό κόμμα στην Ελλάδα είχε να παρατηρηθεί από τις εκλογές του 1951 και που με ακόμα μεγαλύτερη ένταση επαναλήφθηκε στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023. Οι μεταβολές αυτές ξεπερνούσαν αισθητά τις απευθείας εισροές από τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς αυτές αντιστοιχούσαν στο 10% των πρώην ψηφοφόρων του κυβερνώντος κόμματος (3,5% επί του συνόλου των εγκύρων), ρεύμα που επισφράγιζε πλήρως την εικόνα της πολιτικής μεταστροφής και καθιστούσε τη μελλοντική κυβερνητική αλλαγή αναπόδραστη.

Από την άλλη πλευρά, η εξαιρετικά περιορισμένη συσπείρωση του ΣΥΡΙΖΑ, σε επίπεδα χαμηλότερα του 55%, προέκυπτε από έναν γενικότερο διασκορπισμό της εκλογικής του βάσης προς όλες τις υπόλοιπες κατευθύνσεις και ιδιαίτερα προς τα μικρότερα (ΛΟΙΠΑ) κόμματα, με 40 συνολικά να συμμετέχουν και πάλι, γεγονός που συνετέλεσε καθοριστικά στην άνοδο του συνολικού ποσοστού εκτός ευρωβουλής στο νέο ιστορικό ρεκόρ του 21%. Είναι χαρακτηριστικό ωστόσο ότι η επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ παρουσίασε την κρισιμότερη κάμψη στον κύριο όγκο των απασχολουμένων και ειδικά σε κοινωνικές ομάδες που αποτέλεσαν βασικό στήριγμα για την αναρρίχησή του στην εξουσία, όπως π.χ. στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Η απώλεια αυτή των δυναμικών στρωμάτων ισοδυναμούσε με πλήρη απονομιμοποίηση της κυβερνητική πλειοψηφίας, γεγονός που οδήγησε στην απόφαση για επίσπευση των βουλευτικών εκλογών στις 7 Ιουλίου 2024, δηλαδή δυόμιση περίπου μήνες πριν από την ολοκλήρωση της τετραετίας.

Ως προς τα υπόλοιπα κόμματα, η αναμέτρηση επιβεβαίωσε την ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του ανανεωμένου ΠΑΣΟΚ (υπό την μορφή του ΚΙΝΑΛ) με 7,7% (και 2 έδρες), ενώ αντίθετα το 5,4% (και 2 έδρες) που έλαβε το ΚΚΕ συνιστά και το μικρότερο ποσοστό του στην ιστορία των ευρωεκλογών. Κατά τα λοιπά, οι εκλογές για το ευρωκοινοβούλιο σηματοδότησαν μια νέα ανασύνθεση του εγχώριου κομματικού τοπίου, σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από εκείνη του 2014, οδηγώντας πρακτικά στην περιθωριοποίηση τριών από τα οκτώ κοινοβουλευτικά κόμματα εκείνης της περιόδου (ΑΝΕΛ, Ποτάμι και Εν. Κεντρώων), ενώ σημαντικά αποδυναμωμένη παρουσιάστηκε ύστερα από 7 χρόνια και η επιρροή της Χρ. Αυγής (4,9% και 2 έδρες), επίδοση που ουσιαστικά προανήγγειλε και τον δικό της αποκλεισμό από το ελληνικό κοινοβούλιο στις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου (με 2,94% και για 4.000 ψήφους). Αντιθέτως, οι ευρωεκλογές του 2019 αποτέλεσαν το πρώτο κατώφλι εισόδου στο κοινοβουλευτικό τοπίο της Ελληνικής Λύσης (με 3,4% και 1 έδρα), αλλά ουσιαστικά και του ΜέρΑ25 του Γιάνη Βαρουφάκη, παρότι εντελώς οριακά (μόλις για 49 ψήφους) δεν υπερέβη το 3% και δεν εξέλεξε ευρωβουλευτή.

Πρέπει επιπλέον να τονιστεί ότι οι ευρωεκλογές σηματοδότησαν την τάση μιας διπλής εκλογικής διεύρυνσης του ιδεολογικού χώρου της ΝΔ, τόσο προς τον χώρο του Κέντρου ή της Κεντροαριστεράς (με άντληση ψήφων από το ΚΙΝΑΛ, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους των ψηφοφόρων του Ποταμιού), όσο και προς εκείνον στα δεξιά της (απορροφώντας την πλειοψηφία της εκλογικής βάσης των ΑΝΕΛ, αλλά και ένα σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων της Χρ. Αυγής). Η προέκταση των παραπάνω ρευμάτων θα οδηγούσε τελικά στην περαιτέρω διόγκωση της εκλογικής επιρροής της στο 40% στις βουλευτικές εκλογές και στην ανάδειξή της ΝΔ στην πρώτη αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά από 10 χρόνια, με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών να προδιαγράφει ακριβώς αυτή την εξέλιξη.

Η προοπτική αυτή εντούτοις είχε μάλλον τις αντίστροφες συνέπειες για τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς η ενεργοποίηση «αντιδεξιών» αντανακλαστικών αφενός ανέκοψε την όποια πιθανή διεύρυνση των διαρροών του προς τη ΝΔ, αφετέρου λειτούργησε επανασυσπειρωτικά για μεγάλο μέρος των απωλειών του προς τα μικρότερα κόμματα, που είχαν καταγραφεί στις ευρωεκλογές. Αποτέλεσμα ήταν η ανάκαμψη του ποσοστού του στο 31,5% στις βουλευτικές, σε μια ραγδαία ανασύνταξη που περιόρισε μεν το αριθμητικό μέγεθος της ήττας από την ΝΔ, αλλά και απέκρυψε εν πολλοίς τις βαθύτερες διαστάσεις της, τροφοδοτώντας μια στρεβλή αισιοδοξία και επανάπαυση, όπως αποδείχθηκε στις διπλές εκλογές του 2023.

EUROEKLOGES_2019_c0c39.jpg

Όσον αφορά τους ευρωβουλευτές, από τη ΝΔ πρώτος εξελέγη μετά την προεκλογική επίθεση εναντίον του από τον Π. Πολάκη) ο Στ. Κιμπουρόπουλος, με 577.114 σταυρούς (που αντιστοιχούσαν στο 30,8% των κομματικών ψήφων, ισοφαρίζοντας το προηγούμενο ρεκόρ του Μ. Γλέζου), αφήνοντας στη δεύτερη θέση τον πρώην πρόεδρο του κόμματος, Β. Μεϊμαράκη (496.600), ενώ από τους υπόλοιπους έξι, οι πέντε είχαν εκλεγεί και το 2014. Από τον ΣΥΡΙΖΑ, πρώτος σε σταυρούς ήρθε ο Δ. Παπαδημούλης, επανεκλεγόμενος (για τέταρτη συνολικά θητεία), μαζί με τον Στ. Κούλογλου. Αντίστοιχα από το ΠΑΣΟΚ επανεξελέγησαν ο Ν. Ανδρουλάκης και η Ε. Καϊλή και από το ΚΚΕ ο Κ. Παπαδάκης, με το σύνολο των επανεκλεγέντων ευρωβουλευτών να φτάνει τους 10, ρεκόρ που για την Ελλάδα είχε ξαναπαρατηρηθεί μόνο στις ευρωεκλογές του 1994.

Από την άλλη ωστόσο, η συγκεκριμένη σύνθεση της ελληνικής αντιπροσωπίας έμελλε στην πορεία να υποστεί και τις περισσότερες μεταβολές από ποτέ (12 συνολικά), είτε ως προς τα πρόσωπα είτε ως προς την κομματική τοποθέτηση. Παραιτήθηκαν και αντικαταστάθηκαν αμέσως η Σ. Διγενή και ο αρχηγός της Ελληνικής Λύσης Κ. Βελόπουλος, προκειμένου να θέσουν υποψηφιότητα στις ελληνικές βουλευτικές εκλογές τον Ιούλιο του 2019 (η πρώτη δεν εξελέγη, παρά μόνο στις διπλές εκλογές του 2023), όπως και ο μετέπειτα αρχηγός του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκης, που αντικαταστάθηκε από τον Ν. Παπανδρέου το 2023, προκειμένου επίσης να μεταπηδήσει στο ελληνικό κοινοβούλιο.

Επίσης, μετά την εκλογή του Στ. Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το Σεπτέμβριο του 2023, ανεξαρτητοποιήθηκαν οι Δ. Παπαδημούλης, Στ. Κούλογλου και Π. Κόκκαλης, ενώ ο Αλ. Γεωργούλης είχε απομακρυνθεί πριν τις βουλευτικές εκλογές εκείνης της χρονιάς, ύστερα από καταγγελίες εναντίον του, με τον ΣΥΡΙΖΑ να διατηρεί τελικά μόνο 2 από τους 6 εκλεγμένους ευρωβουλευτές του. Από τη Χρ. Αυγή ανεξαρτητοποιήθηκαν ο (καταδικασμένος για συμμετοχή στην εγκληματική οργάνωση) Γ. Λαγός και ο Αθ. Κωνσταντίνου, ενώ από το ΠΑΣΟΚ διαγράφηκε η Ε. Καϊλή, μετά την εμπλοκή του ονόματός της στο σκάνδαλο Qatargate. Αντίστοιχα, από τη ΝΔ διαγράφηκε προσωρινά η Μ. Σπυράκη (για ζητήματα οικονομικού ελέγχου), ενώ οι Γ. Κύρτσος και Θ. Ζαγοράκης διαγράφηκαν για λόγους πολιτικής διαφωνίας με το κόμμα.

Ενδεικτική Βιβλιογραφία:

· Παναγιώτης Κουστένης, «Οι διπλές εκλογές του 2019: η συγκρότηση του νέου δικομματισμού», στο Π. Ιωαννίδης και Ηλ. Τσαουσάκης (επιμ.), 2019 – Oι Πρώτες Εκλογές Μετά το Μνημόνιο: Η Ακτινογραφία της Ψήφου, Παπαζήσης, Αθήνα 2020, σ. 37-48