Πολιτική

Στα ύψη η δυσαρέσκεια και μετά την ΔΕΘ - Θετικές επιδόσεις παντού βλέπει η κυβέρνηση

Στα ύψη η δυσαρέσκεια και μετά την ΔΕΘ - Θετικές επιδόσεις παντού βλέπει η κυβέρνηση
Η κοινωνία αποδομεί τα μέτρα της κυβέρνησης και εκείνη απαντά με... πρωτιές.

Την ώρα που μία ακόμη δημοσκόπηση (GPO) καταδεικνύει πως η δυσαρέσκεια των πολιτών για την κυβερνητική πολιτική παραμένει έντονη και μετά την ΔΕΘ- καθώς, μέρα με την ημέρα, αποδομείται ολοένα και περισσότερο και η δέσμη παροχών που ανακοίνωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης- η κυβέρνηση εξακολουθεί να… βομβαρδίζει σε καθημερινή βάση την κοινωνία με στοιχεία για αριθμούς που… ευημερούν.

Η αντίθεση αυτή οδηγεί σε ένα σκηνικό όπου η αγωνία για τα προβλήματα της καθημερινότητας είναι διάχυτη στην κοινωνία, αλλά η ίδια η κυβέρνηση βλέπει σχεδόν παντού επιδόσεις της χώρας μας καλύτερες του ευρωπαϊκού μέσου όρου ή ακόμη και πρωτιές στην ΕΕ.

Το κυβερνητικό αφήγημα

Παρακολουθώντας κανείς την επιχειρηματολογία των στελεχών του Μεγάρου Μαξίμου και του οικονομικού επιτελείου απέναντι στην κριτική που ασκείται στις κυβερνητικές πολιτικές διαπιστώνει ότι προβάλουν μία τελείως διαφορετική πραγματικότητα από εκείνη που βιώνει η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας. Σύμφωνα με το κυβερνητικό αφήγημα, η Ελλάδα τα πηγαίνει καλύτερα από πολλές άλλες χώρες της ΕΕ σε πολλούς τομείς που σχετίζονται με την οικονομία, στην αντιμετώπιση της ακρίβειας, σε δείκτες της Παιδείας, ενώ πληθαίνουν τα βήματα προόδου και στον χώρο της… Υγείας.

Συγκεκριμένα: Η κοινωνία κρίνει αναποτελεσματική την πολιτική που έχει ακολουθηθεί από την κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της ακρίβειας, το 65,7% των πολιτών θεωρούν αρνητικά τα μέτρα που ανακοινώθηκαν στην ΔΕΘ και αντίστοιχο ποσοστό θεωρεί ότι όσα εξαγγέλθηκαν από τον πρωθυπουργό δεν θα ενισχύσουν το οικογενειακό εισόδημα. Η κυβέρνηση ωστόσο εξακολουθεί να υποστηρίζει ότι στον πληθωρισμό τροφίμων η χώρα μας τα έχει καταφέρει καλύτερα από πολλά άλλα ευρωπαϊκά κράτη καθώς βρίσκεται στο 1,8% έναντι του 2,4% του μέσου όρου της ΕΕ.

Η πραγματική σύγκλιση με την Ευρώπη παραμένει στην πράξη μακρινό ζητούμενο, η κυβέρνηση επικαλείται όμως ότι το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί μεταξύ 2019 και 2023 κατά 7,7%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ε.Ε (3,3%) και τριπλάσιο σχεδόν της ευρωζώνης (2,3%).

Ο αριθμός των νοικοκυριών που τα βγάζει πολύ δύσκολα πέρα, αυξάνεται, η κυβέρνηση επιχειρηματολογεί όμως ότι τα τελευταία πέντε χρόνια το ποσοστό πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έχει μειωθεί στην Ελλάδα κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες, τρίτη μεγαλύτερη μείωση ανάμεσα στις 27 χώρες της ΕΕ, ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος έχει αυξηθεί.

…και 7 «πρωτιές»

Ταυτόχρονα με όλα αυτά, οι πολίτες ακούν και για τις εφτά… πρωτιές στην ΕΕ που επικαλείται το οικονομικό επιτελείο: Μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού ανεργίας, μικρότερη σωρευτική αύξηση τιμών καταναλωτή, μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του όγκου επενδύσεων, μεγαλύτερη μείωση του λόγου δημοσίου χρέους ως προς ΑΕΠ, μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση μεριδίου στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών, μεγαλύτερη αύξηση επιπέδου ανταγωνισμού, όπως αυτό ορίζεται και μετριέται από τον ΟΟΣΑ και μεγαλύτερη μείωση της διαφοράς απόδοσης έναντι του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου.

Αλλά και πέραν της οικονομίας, το κυβερνητικό αφήγημα για τις σημαντικές συγκριτικές επιδόσεις της χώρας αγγίζει ακόμη και την Παιδεία όπου, απαντώντας στην κριτική για τις συγχωνεύσεις τμημάτων στα σχολεία, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε χθες πως στην χώρα μας η αναλογία μαθητών ανά εκπαιδευτικό είναι 8,1 ενώ η Ευρώπη έχει πάνω από 12.

Όσο για την δημόσια Υγεία, όπου οι σημαντικές ελλείψεις και τα σημαντικά προβλήματα επισημαίνονται και από τους ίδιους τους εργαζομένους στα νοσοκομεία, η κυβέρνηση προβάλει και πάλι το δικό της αφήγημα: Ρεκόρ χειρουργείων όλων των εποχών, μείωση κατά 23.000 στη λίστα αναμονής χειρουργείων, το μεγαλύτερο πρόγραμμα κτιριολογικής ανακαίνισης των νοσοκομείων του ΕΣΥ και των Κέντρων Υγείας και όπως ειπώθηκε κατά την χθεσινή συνέντευξη τύπου, το ΕΣΥ έχει αυτή την στιγμή το περισσότερο προσωπικό από τον καιρό που καταγράφονται τα στοιχεία, περίπου το 2009 ή 2010 που έγινε η απογραφή.