ΕΡΓΑΣΙΑΚΑ

Δώρα Επιδόματα και Άδεια και οι Εργαζόμενοι με Απλή Σχέση Εργασίας

Δώρα Επιδόματα και Άδεια και οι Εργαζόμενοι με Απλή Σχέση Εργασίας
ΔΩΡΑ ΕΠΙΔΟΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΔΕΙΑ ΔΙΚΑΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕ ΑΠΛΗ ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Επιδόματα , δώρα και άδεια δικαιούνται και οι εργαζόμενοι με απλή σχέση εργασίας αυτό αποφάνθηκε ο Άρειος πάγος με απόφαση του όπως αναγράφεται στις παρακάτω παραγράφους. Η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28/6/1999 έχει ως σκοπό την κατάχρηση συνάψεως διαδοχικών συμβάσεων έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, με τη λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα Π.Δ. 81/2003 και Π.Δ. 164/2004, το τελευταίο των οποίων εφαρμόζεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις έργου ή εργασίας στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 2/4/2003 και 19/7/2004 αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της συμβάσεως έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου, αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25παρ.1 και 3 του Συντάγματος) το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του νόμου αυτού περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως . Η διάταξη αυτή ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από τη μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις έργου ή εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσεως, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη ως συμβάσεως έργου ή εργασίας .ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσεως ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 7 και 8/2011), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου σε αορίστου χρόνου. Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980, 1 παρ. 2 της 19040/1981 ΥΑ Οικονομικών και Εργασίας,1 παρ. 1 και 2 του Α.Ν. 539/1945 ,3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και του άρθρου μόνου του Ν. 133/1975, που κύρωσε την από 26/2/1975 ΕΓΣΣΕ, επιδόματα εορτών, άδεια, αποδοχές άδειας και επιδόματα άδειας δικαιούνται όχι μόνο οι μισθωτοί οι απασχολούμενοι σε κάποιον εργοδότη με έγκυρη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, αλλά και οι εργαζόμενοι με βάση άκυρη σύμβαση εργασίας, δηλαδή με απλή σχέση εργασίας. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσεως ως συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ή έργου ανήκει στο δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην αγωγή και εφόσον αυτά προκύψουν από την αποδεικτική διαδικασία έστω και αν ο νόμος χαρακτηρίζει ορισμένη έννομη σχέση διαφορετικά. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη και στην απλή σχέση εργασίας και όχι έγκυρη σύμβαση, οι εργαζόμενοι δικαιούνται να λάβουν δώρα εορτών και επίδομα και αποδοχές άδειας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 ΑΝ 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966, 1 παρ. 1 του Ν. 1082/1980 και ΥΑ 19041/1941.