Οικονομία

Σίμος Αναστασόπουλος: Προϋπόθεση της ανάπτυξης οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις

Σίμος Αναστασόπουλος: Προϋπόθεση της ανάπτυξης οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στον Μιχάλη Σιάχο Για μεγάλο ενδιαφέρον επενδυτών για την ελληνική αγορά, οι οποίοι, όμως, διστάζουν εξαιτίας της αβεβαιότητας, κάνει λόγο μιλώντας στα Dikaiologitika News o Σίμος Αναστασόπουλος, πρόεδρος Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, τονίζοντας ότι «οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε συνδυασμό με την αδυναμία σχεδιασμού και υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων κρατούν την πραγματική οικονομία σε αδιέξοδο».

Ο κ. Αναστασόπουλος αναφέρεται, επίσης, στις εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού για το 2017, υπογραμμίζοντας ότι στο σημείο που βρισκόμαστε, «ακόμα και η ανάπτυξη της επόμενης χρονιάς θα είναι ζητούμενο» και, επισημαίνοντας την ανάγκη για ένα άλλο μείγμα πολιτικής, υπογραμμίζει ότι «η πραγματική οικονομία έχει σηκώσει πολλά βάρη, όπως και ο πολίτης και ο συνταξιούχος, και δεν αντέχει άλλο».

Τέλος αναφέρεται στις δράσεις του Ελληνο-Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, χαρακτηρίζοντας ιδιαίτερα επιτυχημένο το 27ο Συνέδριο για την ελληνική οικονομία, στο οποίο συμμετείχαν οι κύριοι Μοσκοβισί και Κερέ.

Πώς αποτιμάτε το 27ο Συνέδριο για την ελληνική οικονομία;
Νομίζω, με την εμπειρία πλέον που έχουμε και στην προετοιμασία και στην οργάνωση, ότι μπορούμε να πούμε πως το 27ο Συνέδριο ήταν από τα πιο επιτυχημένα. Η παρουσία των κυρίων Μοσκοβισί και Κερέ συγκαταλέγεται στην επιτυχία του Συνεδρίου. Η αποδοχή της πρόσκλησής μας, από το Σεπτέμβρη ακόμα, δημιούργησε προσδοκίες, ενώ και το γεγονός ότι η παρουσία τους συνέπεσε με το κλείσιμο της αξιολόγησης, έδωσε την ευκαιρία στη κυβέρνηση, αλλά και στους υπόλοιπους φορείς να έρθουν σε επαφή μαζί τους, οπότε νομίζω ότι δεν βοηθήθηκε απλά το Συνέδριο, αλλά η Ελλάδα γενικότερα. Για μας ήταν πολύ μεγάλη επιτυχία, η οποία επιβεβαίωσε το κύρος του συνεδρίου, καιεπικοινώνησε τις θέσεις του Επιμελητηρίου για τις αναγκαίες αλλαγές προς ένα καλύτερο μέλλον και ελπίδες εξόδου από την κρίση.

Θεωρείτε ότι όσα ακούστηκαν στο Συνέδριο, με βάση και το τελευταίο Eurogroup, είχαν σχέση με την πραγματικότητα; Συνολικά όσα ακούγονται σε τέτοιου είδους διοργανώσεις «πατάνε» στην πραγματικότητα ή απλά είναι μια «εθιμοτυπική» συνεύρεση θεσμικών παραγόντων, πολιτικών και επιχειρηματιών;
Τα συνέδρια χρησιμεύουν ως πεδίο ανταλλαγής απόψεων και δημιουργούν, τελικά, σε βάθος χρόνου τη θέση και την κατεύθυνση που θα δούμε να νομοθετείται. Δεν θα πω ότι το Συνέδριο επηρέασε το αποτέλεσμα του Eurogroup –κάθε άλλο, αλλά νομίζω ότι διαμορφώνονται θέσεις ακόμα και διαπραγματευτικές. Εκτιμά ο καθένας καλύτερα τη θέση του άλλου και με βάση αυτό θα πρέπει να πορεύεται. Η πολιτική, εξάλλου, αυτό είναι: Να μπορεί να αντιλαμβάνεται κανείς τις θέσεις και της άλλης πλευράς, ώστε να διαπραγματευτεί πιο αποτελεσματικά. Και ακριβώς αυτές τις ασκήσεις ισορροπίας τις είδαμε και από τη δική μας κυβέρνηση πολλάκις. Οι κυβερνήσεις αναπροσαρμόζουν τους στόχους τους, με βάση αυτά που είναι δυνατά. Για παράδειγμα, από το κούρεμα του χρέους που ακουγόταν παλιότερα πήγαμε ως χώρα στη διευθέτηση, γιατί αυτό ήταν εφικτό, και είχαμε την ευτυχή κατάληξη με τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, υπό την αίρεση των πρωτογενών πλεονασμάτων, θέμα στο οποίο έχουμε αναφερθεί πολλές φορές στο παρελθόν. Γιατί τα δημοσιονομικά και η ανάπτυξη στο τρίτο τρίμηνο μπορεί να εμφανίζονται καλά, ωστόσο, η πραγματική οικονομία υποφέρει. Είπα και στο συνέδριο ότι οι συγκεκριμένοι δείκτες έχουν επιτευχθεί στην πλάτη της πραγματικής οικονομίας. Η πραγματική οικονομία έχει σηκώσει πολλά βάρη, όπως και ο πολίτης και ο συνταξιούχος, και δεν αντέχει άλλο. Αυτό πρέπει ν’ αλλάξει γρήγορα.

Η επιχειρηματική κοινότητα πώς στέκεται απέναντι στο ενδεχόμενο να συμφωνηθούν πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% για διάστημα πέραν του 2018; Μπορεί η πραγματική οικονομία να στηρίξει τέτοια πλεονάσματα;
Έχω την αίσθηση, στο σημείο που βρισκόμαστε, ότι ακόμα και η ανάπτυξη της επόμενης χρονιάς θα είναι ζητούμενο. Το 2,7% που προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2017 είναι τεράστιο. Και το λέω γιατί η εκτίμηση του προϋπολογισμού στηρίζεται σε μια πρόβλεψη για αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων. Για να αυξηθεί η κατανάλωση θα πρέπει να υπάρξει περισσότερο διαθέσιμο εισόδημα, το οποίο δεν βλέπω από πού θα προκύψει, εκτός από την ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Επιπλέον, για να βγει η πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων κατά περίπου 9%, θα πρέπει να αλλάξει ταχύτατα το επιχειρηματικό και επενδυτικό περιβάλλον. Και για ν’ αλλάξει, θα πρέπει πρώτον να κλείσει η αξιολόγηση, η οποία φαίνεται ότι θα τραβήξει λίγο παραπάνω, δεύτερον, θα πρέπει να μπούμε στην ποσοτική χαλάρωση και τρίτον, πρέπει να παρθούν εκείνα τα μέτρα που θα κάνουν την Ελλάδα ανταγωνιστική. Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην Πολιτεία και την οικονομία είναι ένα θέμα. Η εμπιστοσύνη που θα προκύψει με την έξοδό μας στις αγορές είναι ένα δεύτερο θέμα που πάει μαζί με το πρώτο, το τρίτο, όμως, είναι η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με κάποιες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν το περιβάλλον και οι οποίες θα ’πρεπε να ’χουν γίνει χτες. Οι στόχοι για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε συνδυασμό με την αδυναμία σχεδιασμού και υλοποίησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων κρατούν την πραγματική οικονομία σε αδιέξοδο.

Επί δεκαετίες στην Ελλάδα ακούμε για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ειδικά τα τελευταία χρόνια της κρίσης και των μνημονίων είναι καθημερινά στην ατζέντα. Ποιες, είναι τελικά, οι περιβόητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις;
Νομίζω ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα όλες οι κυβερνήσεις απέτυχαν. Και το χειρότερο είναι ότι, είτε από κακή επικοινωνία, είτε από κακή διαχείριση κ.λπ., πετύχαμε να συνδέσει ο πολίτης την έννοια της μεταρρύθμισης με τη μείωση του μισθού του, τη μείωση της σύνταξης και την αύξηση των φόρων. Δεν είναι αυτές μεταρρυθμίσεις. Αυτές ήταν δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες αναγκαστήκαμε να κάνουμε επειδή εκεί επικεντρώθηκε και το βάρος των κυβερνήσεών μας και το βάρος των μνημονίων. Καταφέραμε να κλείσουμε το δημοσιονομικό κενό, αλλά δεν είναι αυτό όλο το ζήτημα. Όταν μιλάμε για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, μιλάμε για όλες εκείνες τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν σε βάθος και όχι οριζόντια, οι οποίες θα κάνανε το περιβάλλον πιο ανταγωνιστικό. Μερικά απλά παραδείγματα: Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που λένε οι επενδυτές, αλλά και οι Έλληνες επιχειρηματίες; Ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης. Ποιος πάει να βάλει τα λεφτά του, να επενδύσει, όταν φοβάται πως εάν μπλέξει –που είναι πολύ πιθανό να μπλέξει, αφού κάποιος θα βρεθεί να τον στείλει στα δικαστήρια- θα χρειαστεί δυο δεκαετίες για να βρει άκρη;Το δεύτερο είναι η σταθερότητα του φορολογικού πλαισίου. Δεν μιλάω για τους συντελεστές, που είναι θέμα ανταγωνιστικότητας, μιλάω για τη σταθερότητα. Δεν μπορεί να αλλάζει ο φορολογικός νόμος δύο ή τρεις φορές το χρόνο. Το φορολογικά πλαίσιο πρέπει να είναι σταθερό για μια δεκαετία. Αυτό ζητάμε: σταθερό φορολογικό πλαίσιο και συζητάμε μετά και τους συντελεστές. Επίσης, η ταχύτητα που εκδίδονται οι άδειες. Δεν μπορεί να έχουμε νομοθετήσει πριν από μερικά χρόνια one stop shop και να μη δουλεύει, γιατί δεν έχουν βγει ακόμα κάποιες υπουργικές αποφάσεις. Αυτές είναι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και, όχι οι μειώσεις μισθών για τις οποίες σήμερα δεν μιλά κανείς πλέον. Μιλάμε, δηλαδή, για όλα αυτά που δεν κοστίζουν και θα εξισορροπήσουν την ύφεση που φέρνουν οι δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις. Από καιρό λέμε ότι έπρεπε να έχουμε ένα καλύτερο μείγμα πολιτικών που θα εξισορροπούσε τα υφεσιακά αποτελέσματα, αλλά η διαχειριστική επάρκεια των κυβερνήσεων μέχρι τώρα και κυρίως της δημόσιας διοίκησης ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε να γίνουν ταυτόχρονες παρεμβάσεις κι έτσι όλα τα μέτρα έγιναν οριζόντια επί δικαίων και αδίκων.

Το άλλο μείγμα που περιγράφετε δεν είναι δύσκολο να εφαρμοστεί σε συνθήκες σαν κι αυτές, όπου απαιτούνται βίαιες αλλαγές για επίτευξη πολύ συγκεκριμένων στόχων και αριθμών; Το άλλο μείγμα δεν προϋποθέτει συνολικά άλλη στρατηγική και άλλες συνθήκες;
Δυστυχώς, πάντα έτσι ήταν τα τελευταία χρόνια, γιατί πάντα κυνηγούσαμε την επόμενη δόση. Δεν εκτιμήσαμε ποτέ σωστά τα δεδομένα και ποτέ δεν καταφέραμε να βάλουμε στο τραπέζι μια μακροπρόθεσμη στρατηγική ανάπτυξης της χώρας μέσα από το οποίο θα γινόντουσαν και όλα τα υπόλοιπα. Οι επιμέρους στόχοι θα έπρεπε να ενταχθούν μέσα στο συνολικό σχέδιο της χώρας για τα επόμενα χρόνια. Δυστυχώς, αυτή η επάρκεια δεν υπήρχε, ούτε εκτιμήθηκε σωστά. Μερικές φορές ψέγουμε τους δανειστές γιατί δεν επέλεξαν ένα άλλο μείγμα πολιτικής, αλλά αυτό είναι δική μας δουλεία και θα έπρεπε οι δικές μας κυβερνήσεις, η δική μας δημόσια διοίκηση να έχει υιοθετήσει αυτά τα μέτρα. Εμάς αφορά η ανάπτυξη…

Ναι, αλλά για παράδειγμα, πώς εξηγείται η επιμονή των δανειστών στις ομαδικές απολύσεις;
Να πω ότι εγώ έκανα σχόλιο για τις ομαδικές απολύσεις και το έκανα και με τη βεβαιότητα του ανθρώπου που στην επιχείρησή του δεν έκανε καμιά απόλυση. Εμείς εξαντλήσαμε όλα τα περιθώρια που είχαμε για να μην περικοπούν θέσεις εργασίας και νομίζω ότι οι υγιείς ελληνικές επιχειρήσεις –κι όσες έχουν απομείνει θα τις χαρακτήριζα σε μεγάλο βαθμό υγιείς –σε νοοτροπία κατ’ αρχήν- δεν τις ενδιαφέρει το θέμα των ομαδικών απολύσεων. Κανένας από μας δεν ψάχνει να απολύσει εργαζόμενους. Από την άλλη μεριά, όμως, αν κινδύνευε η δική μου εταιρεία ή οποιαδήποτε άλλη νομίζω ότι θα έπρεπε να έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε όσες απολύσεις θα έπρεπε για να σώσουμε τις υπόλοιπες θέσεις εργασίας. Πρέπει να τελειώνουμε με αυτό το θέμα και να έχουμε μια καλή σχέση και συνεννόηση με τους εργαζόμενους και με τους συνδικαλιστές.

Με βάση αυτά τα δεδομένα, υπάρχει ενδιαφέρον για επενδύσεις στην Ελλάδα; Τι εισπράττετε από τις επαφές που κάνετε;
Υπάρχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Σας διαβεβαιώνω γι’ αυτό. Μας το εκφράζουν συνεχώς οι επενδυτές με μεγάλη σαφήνεια. Και γίνονται και αυτήν τη στιγμή επενδύσεις. Είναι επενδύσεις που υπερβαίνουν το ρίσκο της χώρας, όπως η ενέργεια, ο τουρισμός κ.λπ. Από την άλλη, όμως υπάρχουν πολλοί επενδυτές που λένε ότι σε αυτό το περιβάλλον δεν επενδύω. Υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα, η οποία νομίζω ότι κλείνει σε μεγάλο βαθμό με την τελευταία απόφαση του Eurogroup, αλλά απαιτούνται κι άλλα βήματα.

Κλείνοντας τη συζήτησή μας, οι δραστηριότητες του Επιμελητηρίου πού επικεντρώνονται κυρίως;
Βασική δουλειά του Επιμελητηρίου είναι να προωθεί τις εξαγωγές και να προσπαθεί να φέρει επενδύσεις. Το δικό μας Επιμελητήριο έχει ασχοληθεί πάρα πολύ με την αλλαγή του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και μ’ αυτό τον τρόπο προσπαθεί να φέρει επενδύσεις. Γι αυτό ακριβώς έχουμε διοργανώσεις όπως αυτή για την οικονομία. Πριν τρεις μέρες είχαμε μια πολύ καλή ημερίδα για τις εξαγωγές. Στόχος ήταν να πούμε στον κόσμο τι χρειάζεται ώστε να πάει με επιτυχία στην αγορά των ΗΠΑ. Τι χρειάζεται να κάνει πριν, τι χρειάζεται να κάνει όταν είναι εκεί και τι χρειάζεται μετά. Σε συνεργασία με το Enterprise Greece και το υπουργείο είχαμε εδώ ανθρώπους από τις ΗΠΑ που αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της αγοραστικής δύναμης στον κλάδο τροφίμων και ποτών των ΗΠΑ. Αυτού του είδους οι στοχευμένες ενέργειες είναι πλέον απαραίτητες στην Ελλάδα. Χτες είχαμε ημερίδα για την εκπαίδευση ενώ κάνουμε πολύ σημαντική δουλειά και για την ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης. Υλοποιούμε, δηλαδή, και δράσεις που δεν αφορούν μόνο τα άμεσα επιχειρηματικά ζητήματα, αλλά και θέματα που πρέπει να αλλάξουν σε βάθος χρόνου και η εκπαίδευση, η καινοτομία, η εξωστρέφεια είναι ζητήματα που απαιτούν πρώτα απ’ όλα αλλαγή νοοτροπίας.