Οικονομία

Τα νοικοκυριά απο το 2008 έχουν χάσει το 37,5% του πλούτου τους

Τα νοικοκυριά απο το 2008 έχουν χάσει το 37,5% του πλούτου τους
Στο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος φιλοξενείται μελέτη για την οικονομική συμπεριφορά των νοικοκυριών στην Ελλάδα, τις πρόσφατες εξελίξεις και τις προοπτικές. Όπως προκύπτει από την μελέτη τα νοικοκυριά έχασαν το 37,5% του πλούτου τους από το 2008

Στη μελέτη γίνεται ανάλυση του χρηματοοικονομικού κυρίως πλούτου των νοικοκυριών και εξετάζεται η διαχρονική εξέλιξή του, με ιδιαίτερη έμφαση στην πλέον πρόσφατη περίοδο. Επιπλέον, παρουσιάζονται αναλυτικά οι συνιστώσες του, δηλαδή το ενεργητικό και το παθητικό, καθώς και η σύνθεσή τους. Στη συνέχεια αναλύεται η αποταμιευτική συμπεριφορά των νοικοκυριών στην Ελλάδα, αρχικά μέσω της αλληλεπίδρασης των επενδύσεων και του χρέους και κατόπιν μέσω της αλληλεπίδρασης της κατανάλωσης και του διαθέσιμου εισοδήματος. Τέλος, γίνεται μια σύντομη παρουσίαση της εξέλιξης του διαθέσιμου εισοδήματος και των συνιστωσών του, καθώς και της εξέλιξης των πραγματικών καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών κατά λειτουργικό σκοπό. Για τη μελέτη χρησιμοποιούνται στατιστικά στοιχεία από τη βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ειδικότερα από τους τριμηνιαίους λογαριασμούς των χωρών της ζώνης του ευρώ, οι οποίοι παρέχουν αναλυτική πληροφόρηση για το εισόδημα, τη δαπάνη, τη χρηματοδότηση, αλλά και τις επενδυτικές επιλογές των θεσμικών τομέων κάθε χώρας.

Από την ανάλυση προκύπτουν ορισμένα βασικά συμπεράσματα. Κατ’ αρχήν, η οικονομική κρίση επηρέασε σημαντικά τον καθαρό χρηματοοικονομικό πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών, ο οποίος από τις αρχές τους 2008 μέχρι τις αρχές του 2016 υποχώρησε κατά 37,5%. Κατά την επιδείνωση της κρίσης, παρατηρείται αποστροφή προς τον κίνδυνο και αναδιάταξη του χαρτοφυλακίου των νοικοκυριών, με προτίμηση για τις πιο άμεσα ρευστοποιήσιμες μορφές χρηματοοικονομικού πλούτου, όπως οι καταθέσεις, ενώ το μερίδιο σε μετοχές, χρεόγραφα και αμοιβαία κεφάλαια μειώθηκε σημαντικά.

Προ της κρίσης παρατηρείται συνεχής και ταχεία αύξηση των δανειακών υποχρεώσεων των νοικοκυριών, κυρίως για να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε κατοικίες. Τα νοικοκυριά προχωρούν σε απομείωση των υποχρεώσεών τους για πρώτη φορά στο τέλος του 2010, δυναμική η οποία συνεχίζεται και στα επόμενα τρίμηνα, συνολικά ωστόσο αυτές παραμένουν υψηλές, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες μόχλευσης.

Η αποταμίευση των νοικοκυριών μέχρι το τέλος του 2008 παρέμενε υψηλή, υποστηριζόμενη από τις υψηλές επενδύσεις των νοικοκυριών τόσο σε ακίνητα και άλλα μη χρηματοοικονομικά στοιχεία όσο και σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, οι οποίες υπερέβαιναν την καθαρή δημιουργία νέου χρέους. Μετέπειτα, η αποταμίευση ακολούθησε πτωτική πορεία και παραμένει σε εξαιρετικώς χαμηλά επίπεδα, εξαιτίας της συρρίκνωσης των επενδύσεων σε κατοικίες και εξοπλισμό και της μεγάλης αποεπένδυσης σε χρηματοοικονομικά στοιχεία, παρά την καθαρή αποπληρωμή χρέους κατά την πρόσφατη περίοδο.

Από την ανάλυση των συνιστωσών του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών προκύπτει ότι τη μεγαλύτερη ποσοστιαία συμμετοχή έχει το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας και ακολουθούν το λειτουργικό πλεόνασμα, οι κοινωνικές παροχές και τέλος το καθαρό εισόδημα περιουσίας. Μετά το 2010, μεγάλη μείωση υπέστησαν και οι τέσσερις αυτές συνιστώσες, με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση των καταναλωτικών δαπανών των νοικοκυριών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εγχώριας τελικής καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών κατά λειτουργικό σκοπό, ιδιαίτερα περιορίζονται οι δαπάνες που αφορούν διαρκή καταναλωτικά αγαθά, ενώ παρατηρείται αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των δαπανών που διατίθενται για την κάλυψη βασικών αναγκών, υποδηλώνοντας μια μεταβολή του καταναλωτικού προτύπου των νοικοκυριών.