Της Μαριάννας Κατσιάδα, Δικηγόρου - συνεργάτιδα στο δικηγορικό γραφείο του Γιάννη Καρουζου
Η μη χορήγηση της άδειας, ο περιορισμός ή η ανάκληση της είναι επιτρεπτές για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών της υπηρεσίας μετά από έγκριση του οργάνου που προΐσταται αυτού που είναι αρμόδιο για τη χορήγηση της άδειας. Στην περίπτωση αυτή η άδεια χορηγείται υποχρεωτικώς στο επόμενο έτος.
Εντούτοις στον Υπαλληλικό Κώδικα, δεν ρυθμίζεται ρητά τι συμβαίνει στην περίπτωση που είτε η Διοίκηση αρνείται καταχρηστικά την χορήγηση της άδειας στον υπάλληλο, ακόμα και αυτή που έχει μεταφερθεί στον επόμενο έτος, είτε στην περίπτωση, που η άδεια του προηγούμενου έτους δεν χορηγήθηκε για έκτακτες υπηρεσιακές ανάγκες, πλην όμως δεν μπορεί να μεταφερθεί αντικειμενικά στο επόμενο επειδή λόγου χάριν ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται, ή έχει λυθεί η υπαλληλική σχέση για άλλο λόγο).
Πρόσφατη γνωμοδότηση του Νομικού Συμβουλίου, έχει δεχθεί ότι οι παραπάνω περιπτώσεις, είναι τυπικά παραδείγματα θεμελίωσης δικαιώματος αποζημίωσης του υπαλλήλου ο οποίος έχει ζημιωθεί από το γεγονός της άρνησης της Διοίκησης να του χορηγήσει την άδεια του στις περιπτώσεις που η τελευταία είναι υποχρεωτική ή στην περίπτωση που η άδεια μεταφέρεται στο επόμενο έτος αλλά για αντικειμενικούς λόγους είναι αδύνατον να χορηγηθεί πχ λόγω συνταξιοδότησης του υπαλλήλου.
Συνεπώς, η υπάλληλος δικαιούται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές ενός μηνός για κάθε έτος για το οποίο δεν της χορηγήθηκε η κανονική άδεια και οι οποίες θα της καταβάλλοντο κατ άρθρον 48 παρ. 1 του ν. 2683/1999.