Opinions

Νίκος Τόσκας: «Οικονομία πολέμου» στην Ευρώπη - Ένας ολισθηρός δρόμος

Νίκος Τόσκας Νίκος Τόσκας
Νίκος Τόσκας: «Οικονομία πολέμου» στην Ευρώπη - Ένας ολισθηρός δρόμος
Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας είναι οι ΗΠΑ με αύξηση την περίοδο 2014-2023 κατά 17% ενώ η Ρωσία μείωσε την ίδια περίοδο τις εξαγωγές κατά -53%. Η Γαλλία αύξησε τις εξαγωγές κατά 47% και προηγήθηκε της Ρωσίας στην δεύτερη θέση στις παγκόσμιες εξαγωγές όπλων.

Όταν η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμμανουέλ Μακρόν δήλωσε ότι η Ευρώπη χρειάζεται μια ‘’economie de guerre’’ (οικονομία πολέμου).

Αρχικά η υποστήριξη της Ουκρανίας γινόταν με δισταγμούς και από παλιά αποθέματα όπλων και πυρομαχικών.

Η αμερικανική πίεση και οι ρωσικές νίκες μετά τον Ιανουάριο του 2023 αύξησαν τις ανάγκες βοήθειας. Η διάρκεια του πολέμου τριβής και η αποτυχία της ουκρανικής αντεπίθεσης συνειδητοποίησαν τους Ευρωπαίους ότι η αμυντική τους βιομηχανία και τα αποθέματα τους δεν μπορούν να στηρίξουν την άμυνα της Ουκρανίας.

Η Ρωσία είχε πίσω της τις σοβιετικές βιομηχανίες πυρομαχικών, οι οποίες ήταν σχεδιασμένες για μακρόχρονο πόλεμο. Οι δυτικές είχαν παροπλιστεί γιατί πίστευαν ότι οι πόλεμοι πλέον θα είναι τοπικοί, μικρής διάρκειας και δεν θα μοιάζουν με αυτούς τους συμβατικούς πολέμους που συντάραξαν την Ευρώπη στον 20ο αιώνα. Πίστευαν ότι ‘’λίγα και καλά’’ όπλα και πυρομαχικά είναι αρκετά. Η άποψη αυτή κατέρρευσε μπροστά στην μαζική ρωσική παραγωγή και στη διάρκεια του πολέμου.

Τώρα αναζητούν λύσεις στον συνολικό (κεντρικό) σχεδιασμό της βιομηχανικής παραγωγής πολεμικού υλικού και την κατευθυνόμενη διάθεση πόρων για να στηρίξουν αυτή την παραγωγή.

Η οικονομία πολέμου συνδέθηκε ιστορικά με τον «στρατιωτικό κεϋνσιανισμό» προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι κύκλοι της οικονομίας και να αντιμετωπισθούν οι υφέσεις και οι οικονομικές κρίσεις. Θεωρείται το τελευταίο χαράκωμα για να αντιμετωπισθούν οικονομικές και χρηματιστικές κρίσεις με την μείωση της ανεργίας και την αύξηση της ανάπτυξης με νέες τεχνολογίες και υπηρεσίες. Είναι το «καπάκι της κατσαρόλας που αφήνει τον περίσσιο ατμό να εξατμιστεί για να μην τιναχτεί».

Κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η αμερικανική κυβέρνηση αύξησε τους φόρους, εξέδωσε ομόλογα πολέμου (war bonds), κατηύθυνε την παραγωγή βιομηχανιών στις στρατιωτικές ανάγκες, απαγόρευσε τα lock out αλλά και τις απεργίες και μέχρι το τέλος του 1943 τα 2/3 της αμερικανικής οικονομίας είχαν προσανατολισθεί στην πολεμική προσπάθεια.

Αντίστοιχα η Γερμανία του Χίτλερ μείωσε σημαντικά την ανεργία με κατασκευές μεγάλων δρόμων, εργοστασίων και πολεμικού υλικού. Κάτι παρόμοιο έγινε στην Ιαπωνία και την Σοβιετική Ένωση.

Το 1937 οι δαπάνες για την άμυνα, σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ, ήταν για τις ΗΠΑ 1,5%, για την Βρετανία 5,7%, για την Γαλλία 9,1%, για την Γερμανία 23,5%, για την Ιταλία 14,5%, για την ΕΣΣΔ 26,4% και για την Ιαπωνία 28,2%. Με την έναρξη του πολέμου αυτά τα ποσοστά εκτοξεύθηκαν.

To 1940 οι αμυντικές δαπάνες της ΕΣΣΔ έφτασαν το 32,6% του ΑΕΠ. Οι ΗΠΑ το ίδιο έτος δεν είχαν εμπλακεί στον πόλεμο και δαπανούσαν μόλις 1,7% αλλά μετά την επίθεση στο Πέρλ Χάρμπορ τον Δεκέμβριο του 1941 αυξήθηκαν κατακόρυφα και το 1943 έφτασαν το 47,9%.

Ο λοχαγός του Πρωσικού Γενικού Επιτελείου Μαξ Γιένς, έγραφε το 1876 ‘’Η βάση της πολεμικής τέχνης είναι, σε πρώτη ανάλυση, ο τρόπος που σχηματίζεται οικονομικά η ζωή των λαών’’.

Όπως αποδείχτηκε δεν υπάρχει πολεμική τέχνη χωρίς οικονομική και επόμενα τεχνολογική υποστήριξη.

Οι αρχικές επιτυχίες που οφείλονταν στις επιχειρησιακές δυνατότητες και την καλή οργάνωση έφεραν τις γερμανικές μεραρχίες έξω από την Μόσχα και τους Ιάπωνες να κατέχουν μεγάλο μέρος του Ειρηνικού αλλά ο ‘’κεραυνοβόλος πόλεμος’’ έχει τα όριά του. Η βιομηχανική παραγωγή εναρμονισμένη με τις ανάγκες των πολεμικών επιχειρήσεων και όχι οι επιχειρησιακές ικανότητες, τα έξυπνα σχέδια και οι ανόητες συγκρίσεις άνδρα με άνδρα και δολάριο με δολάριο, καθόρισαν την έκβαση του πολέμου. Μην ξεχνάμε ότι ακόμη και η ατομική βόμβα βιομηχανικό προϊόν ήταν. Δεν προέκυψε από το πεδίο της μάχης αλλά καθόρισε το πεδίο της μάχης και τον πόλεμο.

Η επικέντρωση στη βιομηχανική παραγωγή στρατιωτικού υλικού δημιουργεί παράλληλα προβλήματα. Στη διάρκεια του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου η απασχόληση σχεδόν του συνόλου του ανδρικού πληθυσμού από τους Γερμανούς στο μέτωπο προκάλεσε έλλειψη αγροτικών προϊόντων και τροφίμων. Παρότι υφάρπαζαν πρώτες ύλες από τα κατακτημένα εδάφη και ειδικά άνθρακα από το Βέλγιο, σιτάρι και πετρέλαιο από την Ρουμανία, αναγκάσθηκαν να ανακαλέσουν από τον στρατό 1,2 εκατομμύρια άνδρες το 1916 και 1,9 το 1917 για να ενισχύσουν την βιομηχανική παραγωγή. Η αγροτική παραγωγή καταποντίστηκε, οι τιμές ανέβαιναν και οι άνθρωποι διαμαρτύρονταν. Τελικά οι στρατιωτικοί ιθύνοντες της γερμανικής οικονομίας έφεραν τη χώρα στο χείλος της λιμοκτονίας ως τα τέλη του 1918. Το πρόγραμμα Χίντεμπουργκ για αναπλήρωση των ελλείψεων πυρομαχικών το 1916, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι άλλοι τομείς της οικονομίας οδήγησε σε μεγάλο κυβερνητικό δανεισμό και υψηλό πληθωρισμό. Σαν αποτέλεσμα πτώση του ηθικού, που αποτελεί συστατικό της υψηλής στρατηγικής.

Οι άλλες δυτικές χώρες είχαν παρόμοια προβλήματα αλλά άντεξαν περισσότερο. Η Ρωσία ηττήθηκε πρώτη και έγινε η Σοβιετική Επανάσταση το 1917 ενώ μετά την ήττα της Γερμανίας ακολούθησε και εκεί η κοινωνική αναταραχή, ο εμφύλιος και η περίοδος του άκρατου πληθωρισμού.

Οι τωρινές συνθήκες έντασης και επανεξοπλισμών οφείλονται στον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά και στην οικονομική και γεωπολιτική κεντρική αντιπαράθεση ΗΠΑ-Κίνας, που προκαλεί γενικότερη αστάθεια. Πίσω από αυτή είναι η ανακατανομή ισχύος, περιοχών και πόρων. Στη βάση βρίσκεται η ύφεση του καπιταλισμού στις δυτικές χώρες και η προσπάθεια αποδέσμευσης από τους ρωσικούς φυσικούς πόρους και την κινεζική τεχνολογία. Η παγκοσμιοποίηση εξάρτησε τις δυτικές βιομηχανικές χώρες από μικρές που έτσι αναδείχτηκαν καθοριστικές και διεκδικούν θέση στον ήλιο.

Ακόμη και την περίοδο του κορονοϊού οι εξοπλισμοί αυξήθηκαν. Πολύ περισσότερο μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία.

Το σουηδικό ινστιτούτο SIPRI αναφέρει ότι οι εισαγωγές πολεμικού υλικού στην Ευρώπη την περίοδο 2014-18 κι 2019-23 αυξήθηκαν κατά 94% (σχεδόν διπλασιάστηκαν). Περιοχές όπως η Ωκεανία, Ασία και Μέση Ανατολή συνέχισαν τις μεγάλες εισαγωγές όπλων. Οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς ήταν η Ινδία, η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ ενώ ακολουθεί η Ουκρανία.

Ο μεγαλύτερος εξαγωγέας είναι οι ΗΠΑ με αύξηση την περίοδο 2014-2023 κατά 17% ενώ η Ρωσία μείωσε την ίδια περίοδο τις εξαγωγές κατά -53%. Η Γαλλία αύξησε τις εξαγωγές κατά 47% και προηγήθηκε της Ρωσίας στην δεύτερη θέση στις παγκόσμιες εξαγωγές όπλων.

Η τωρινή κούρσα εξοπλισμών έδωσε ώθηση στις τιμές των οπλικών συστημάτων και στα υπερβολικά κέρδη των βιομηχανιών. Χαρακτηριστικά, όπως έγραψε η Wall Street Journal η τιμή ενός βλήματος πυροβολικού 155 mm από 2.100 δολ. έφτασε τα 8.400 δολ.

Το υπό κατασκευή ευρωπαϊκό πρόγραμμα drone (Eurodrone) αυξήθηκε κατά 35% ή κατά 1,3 δις ευρώ.

Το κόστος παραγωγής ενός υπό κατασκευή γερμανικού αντιαεροπορικού συστήματος για αναχαίτιση drones, αυξήθηκε από 240 εκατ. ευρώ το 2018 σε 1,3 δις. τώρα, σύμφωνα με το Der Spiegel.

Η Ε.Ε. προσπαθεί να επιβάλλει προτεραιότητες στην αμυντική βιομηχανία αλλά δεν έχει το θεσμικό πλαίσιο ούτε τα επιμέρους συμφέροντα επιτρέπουν, κοινό κεντρικό σχεδιασμό. Σε αντίθεση οι ΗΠΑ έχουν τον νόμο (Defense Production Act) με τον οποίο καθορίζουν προτεραιότητες στην παραγωγή αμυντικού υλικού.

Η Ευρώπη προσπαθεί να αντιγράψει πρακτικές που εφαρμόσθηκαν στην προμήθεια των εμβολίων COVID-19, δηλαδή να επαναλάβει αυθαιρεσίες και προβλήματα διαφθοράς προς όφελος των κύριων παραγωγών στρατιωτικού υλικού (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία) καθώς και διευθυντικών στελεχών της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας.

Η Ελλάδα, σύμφωνα με πληροφορίες, έχει λάβει υπόσχεση ανοικοδόμησης κατεστραμμένων περιοχών της Ουκρανίας, προς όφελος γνωστών κατασκευαστικών ομίλων.

Η ‘’οικονομία πολέμου’’ θα στερήσει πόρους από τα κοινωνικά προγράμματα και θα αυξήσει την ένταση στις παρυφές της Ευρώπης. Το πάθημα του προγράμματος Χίντεμπουργκ με την παραμέληση της αγροτικής παραγωγής στη διάρκεια του Α’ Π.Π. είναι προ των πυλών. Στο εσωτερικό των χωρών θα απαιτηθούν από τις κυβερνήσεις συμβιβασμοί και υποχωρήσεις των εργαζομένων με το πρόσχημα ότι δεν αντέχουν οι χώρες εσωτερική αστάθεια και ‘’περιττά’’ ‘έξοδα.

Την εποχή του ψυχρού πολέμου (1946-1990), η δυτική Ευρώπη παράλληλα με τις στρατιωτικές δυνατότητες δημιούργησε και κοινωνικό κράτος. Τώρα σε εποχή ύφεσης είναι αμφίβολο αν μπορεί να σταθεί ‘’οικονομία πολέμου’’ ακόμη και με την απουσία στιβαρού διεκδικητικού εργατικού κινήματος.

Στον αμυντικό τομέα η χώρα μας θα πιεσθεί να δώσει προτεραιότητα σε όπλα μεγάλης ισχύος, συμβατά με τα νατοϊκά (F-35, Belharra) και όχι στα απόλυτα αναγκαία ευέλικτα συστήματα για άμυνα των νησιών και του Έβρου (ραντάρ, ταχύπλοα, κορβέτες, αντιαεροπορικά μεσαίου βεληνεκούς κλπ).

Υπάρχει κίνδυνος για την Ευρώπη διολίσθησης σε συνθήκες στρατιωτικοποίησης που αναπόφευκτα συνοδεύεται από φαινόμενα μακαρθισμού και εσωτερικής καταστολής.

Η «δεδομένη» πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη μπορεί να μας οδηγήσει σε επώδυνους συμβιβασμούς στα θέματα κυριαρχίας, σε μείωση των κοινωνικών παροχών και σε αύξηση του κυβερνητικού αυταρχισμού.

Δεν αντέχουμε πλέον κανένα από αυτά.

Και μια απορία. Αφού οι συντηρητικές νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις θέλουν κεντρικό σχεδιασμό για τα πολεμικά μέσα γιατί δεν θέλουν κάτι παρόμοιο για την συγκράτηση της ακρίβειας σε βασικά είδη και την οικονομία γενικότερα, που βρίσκεται κοντά στην ύφεση;

Ο Νίκος Τόσκας είναι πρώην υπουργός και υποστράτηγος ε.α.