Opinions

Με αφορμή μια τελετή (2ο μέρος)

Δανάη Κολτσίδα Δανάη Κολτσίδα
Με αφορμή μια τελετή (2ο μέρος)
(Η συνέχεια από το πρώτο μέρος του άρθρου, σχετικά με τα επιχειρήματα που ακούστηκαν με αφορμή την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, που μπορεί να βρεθεί εδώ)

Περί «ελιτισμού». Ή, τι είναι σήμερα λαϊκό;

Στην ίδια περίπου συζήτηση εντάσσεται και η κατηγορία περί ελιτισμού σε βάρος της ίδιας της τελετής και όσων την υποστήριξαν. «Ο λαός δεν τα καταλαβαίνει αυτά» ή «τι να το κάνουμε, αν χρειάζεται εγκυκλοπαίδεια για να πιάσεις τους συμβολισμούς;» ήταν το κεντρικό επιχείρημα όσων κατέφυγαν στο επιχείρημα του ελιτισμού. Παρακάμπτοντας το υπαρκτό ζήτημα της πολύ κακής σε ορισμένα σημεία μετάδοσης στην ελληνική δημόσια τηλεόραση, που δεν βοηθούσε τον μη γνώστη της γαλλικής ιστορίας να κατανοήσει τις αναφορές, υπάρχει στην κατηγορία του ελιτισμού επίσης ένα θεμελιώδες πρόβλημα, ενδεικτικό της κρίσης στρατηγικής τμημάτων τουλάχιστον της σύγχρονης Αριστεράς.

Η συζήτηση και στην Ελλάδα και στη Γαλλία δεν ανέκυψε πρώτη φορά με την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων. Η αναφορά στους «bobos» (μπουρζουά-μποέμ) στη Γαλλία ή σε «champagne socialists» (σοσιαλιστές της σαμπάνιας) στην Αγγλία δεν είναι καινούρια. Και ενώ δεν είναι πάντα άδικη, δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει ότι σε μεγάλο βαθμό η κατηγορία αυτή εργαλειοποιήθηκε από την Ακροδεξιά.

Από την άλλη πλευρά βέβαια, όποτε η Αριστερά επιχείρησε να ανακτήσει τις λαϊκές της ρίζες, όχι ανανεώνοντας και επαναπροβάλοντας με σύγχρονους όρους λαϊκότητα, αλλά ακολουθώντας μια παραδοσιακή πεπατημένη, μάλλον έκανε λάθος. Λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές του 2022, ο υποψήφιος των κομμουνιστών και γενικός γραμματέας του κόμματος, Fabien Roussel, αναφέρθηκε στο δικαίωμα όλων των Γάλλων σε «καλό κρέας, καλό τυρί και καλό κρασί», ως στοιχείων της γαλλικής γαστρονομίας. Η κριτική που δέχτηκε ήταν σφοδρή, με την αιτιολογία ότι η αναφορά του ήταν μονομερής πολιτισμικά[1] αλλά και αντιπεριβαλλοντική[2]. Αν και επιχείρησε να απαντήσει ακριβώς επικαλούμενος το στοιχείο της λαϊκότητας, τελικά αναγκάστηκε να συμπληρώσει την αναφορά του αυτή, δημοσιεύοντας ένα οικογενειακό γεύμα με κουσκούς, διευκρινίζοντας ότι αποτελεί και αυτό τμήμα της γαλλικής λαϊκής παράδοσης.

Η απάντηση στο ερώτημα τι είναι σήμερα λαϊκό (άρα, εξ αντιδιαστολής, τι είναι σήμερα ελιτίστικο), προϋποθέτει την απάντηση στο ερώτημα ποιος είναι σήμερα ο λαός. Κι έτσι, ξαναγυρνάμε σε αυτό που θίξαμε παραπάνω: είναι άραγε τμήματα του λαού εκείνοι και εκείνες που στο παρισινό RER ή στα αθηναϊκά λεωφορεία τις ατέλειωτες ώρες που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στα σπίτια τους στα απομακρυσμένα προάστια και στις δουλειές τους ακούνε στα ακουστικά τους τραγούδια της Aya Nakamura, μετανάστριας δεύτερης γενιάς με καταγωγή από το Μάλι, που συμμετείχε στην τελετή έναρξης, ή της Μαρίνας Σάττι; Ανήκουν άραγε στον λαό τα κορίτσια που γυρνούν το βράδυ με τα πόδια σπίτι -γιατί δεν τα περιμένουν ακριβά αυτοκίνητα έξω από το κλαμπ- και τραγουδούν και διαδηλώνουν «στο σπίτι αν δεν έρθω, κάψτε την πόλη»[3]; Είναι λαός τα ομοφυλόφιλα αγόρια στη Ρενς[4] ή οι τρανς στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη[5], που τρέχουν να σωθούν από την ομοφοβική βία που τα συναντά στον δρόμο, ακριβώς γιατί δεν ζουν σε προστατευμένα μεγαλοαστικά περιβάλλοντα; Χωράνε άραγε στον λαό εκείνοι και εκείνες που ψήνονται τις μέρες αυτές σε ένα παρισινό ή σε ένα αθηναϊκό διαμέρισμα και επιλέγουν να γίνουν vegan ή να κυκλοφορούν μόνο με ποδήλατο και τρένο, γιατί καταλαβαίνουν πως -αν ο κόσμος καεί- οι «από κάτω» θα είναι οι πρώτοι και οι πρώτες που θα την πληρώσουν;

Αν ναι, αν ο σύγχρονος λαός είναι πολύμορφος και πολύχρωμος, έτσι είναι και η κουλτούρα του. Εκεί θα πρέπει να αναζητήσουμε το τι είναι σήμερα λαϊκό. Όσο κι αν μας ξεβολεύει το να βγούμε από την επί δεκαετίες εμπεδωμένη εικόνα του άνδρα, λευκού, στρέιτ, ρωμαλέου εργάτη, που πίνει ρετσίνα, καπνίζει σέρτικα και ανεβαίνει τη σκαλωσιά σφυρίζοντας το «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες, η δουλειά κάνει τους άντρες» - που άλλωστε δεν υπήρξε ποτέ αυτούσιος στην πραγματική ζωή, αλλά μόνο ως ιδεότυπος. Κομμάτι της λαϊκής κουλτούρας είναι σήμερα η ραπ, είναι τα πολύχρωμα pride, είναι η φεμινιστική ματιά στην τέχνη και στη λογοτεχνία, είναι η γλώσσα των παρισινών προαστίων και των μεταναστών στις αθηναϊκές συνοικίες.

Περί «έλλειψης αισθητικής». Ή, για ποιους υπάρχει χώρος στη δημόσια σφαίρα;

Η κατηγορία περί έλλειψης αισθητικής -τα περί «καρακιτσαριού» που ακούστηκαν για την τελετή έναρξης του Παρισιού- είναι η άλλη πλευρά της κατηγορίας περί ελιτισμού.

Πρόκειται ίσως για το πιο ύπουλο επιχείρημα. Από τη στιγμή που η αισθητική είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικό ζήτημα -de gustibus et coloribus non disputandum est-, είναι πολύ εύκολο η πολεμική επί του μηνύματος να καμουφλαριστεί ως διαφωνία με την αισθητική. Στις μέρες μας κανείς, ούτε καν η σκληροπυρηνική Ακροδεξιά, δεν τολμάει να πει ευθέως ότι θέλει να εξαλείψει -με πραγματικούς/βιολογικούς όρους- το διαφορετικό. Επικαλείται όμως τη δήθεν έλλειψη αισθητικής/την προσβολή της αισθητικής (τίνος αλήθεια;) για να στοχοποιήσει οτιδήποτε προέρχεται από ή σχετίζεται πολιτισμικά με κάποια μειονότητα και να το αποκλείσει από τον δημόσιο χώρο.

Το επιχείρημα είναι γνωστό και πάντα επιστρατεύει την αισθητική: «δεν με πειράζουν οι γκέι, ας κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί να μην προκαλούν [διάβαζε: αρκεί να μην δηλώνουν τη γκέι ταυτότητά τους/να μην τους βλέπω]», «είναι αντιαισθητικό να βλέπεις δυο άντρες [σ.σ. σπανιότερα γίνεται αναφορά σε δυο γυναίκες -κι έχει κι αυτό την εξήγησή του] να φιλιούνται», «γιατί εμφανίζονται άντρες με γκλίτερ και πούπουλα στα pride και ενοχλούν την αισθητική μας;», «δεν με πειράζουν οι μετανάστες, αρκεί να ενσωματώνονται στον δικό μας πολιτισμό», «τα φαγητά τους μυρίζουν», «η μουσική τους είναι κακόγουστη», «η προφορά των μεταναστών [ή η αργκό τους] κακοποιεί τη γλώσσα μας», «οι φεμιναζί θέλουν να καταργήσουν τους κανόνες της γραμματικής», «αυτές που προβάλουν τις ουλές από τα κομμένα βυζιά τους θέλουν να προκαλέσουν την αισθητική μας», «οι χοντρές με τα μαγιό είναι αντιαισθητικές», «οι γέροι, οι ανάπηροι δεν θα έπρεπε να εκθέτουν τα σώματά τους σε δημόσια θέα». Ο κατάλογος των δήθεν «αντιαισθητικών» έργων, πρακτικών και σωμάτων δεν έχει τέλος.

Η συζήτηση δεν είναι καινούρια. Το επιχείρημα της έλλειψης αισθητικής χρησιμοποιήθηκε διαχρονικά από τους κυρίαρχους για να αποκλείσουν τους εκάστοτε «από κάτω», τον πολιτισμό, τη γλώσσα, τη μουσική τους, και τελικά και την πολιτική τους, από τη δημόσια σφαίρα. «Μαλλιαρή» η δημοτική γλώσσα, υποκουλτούρα η τζαζ των μαύρων της Αμερικής, ρύπανση τα γκράφιτι στα γκέτο των μεγάλων αστικών κέντρων. Τα ίδια και τα ίδια επιχειρήματα, ξανά και ξανά.

Όμως, πίσω από αυτή τη συζήτηση περί αισθητικής, όταν αυτή δεν αφορά το ποιον/ποια θα ερωτευτούμε, το πώς θα διακοσμήσουμε τον προσωπικό μας χώρο ή το τι μουσική θα ακούμε στα ακουστικά μας, αλλά το ποιος και τι έχει θέσει στο δημόσιο χώρο, σε ένα κατεξοχήν δημόσιο θέαμα, και μάλιστα παγκόσμιας εμβέλειας, όπως η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, κρύβεται η πολιτική. Είναι δικαίωμά μου να μην ακούω ραπ ή χέβι μέταλ, αν όμως θεωρώ ότι η μουσική αυτή δεν έχει θέση σε ένα δημόσιο θέαμα, τότε υπάρχει πρόβλημα. Είναι δικαίωμά μου να μην πηγαίνω σε drag shows, αν όμως θεωρώ ότι οι queer παρουσίες σε ένα δημόσιο θέαμα είναι πρόκληση, τότε υπάρχει πρόβλημα. Είναι δικαίωμά μου να μην τρελαίνομαι για την αφρικανική κουζίνα, αλλά αν θεωρώ ότι δεν χωράει στον δημόσιο χώρο, τότε υπάρχει πρόβλημα.

Και προοδευτικό, αριστερό, ριζοσπαστικό είναι οτιδήποτε ανοίγει χώρο στην κοινή θέα για όσα η κυρίαρχη κατασταλτική αντίληψη περί αισθητικής θέλει να αποκλείσει. Ακόμα και με υπερβολικό τρόπο, αν αυτό που διακυβεύεται είναι η ορατότητα. Η πρόκληση είναι αναπόσπαστο στοιχείο της τέχνης, αλλά και των κοινωνικών αγώνων. Ας θυμηθούμε τα καμένα σουτιέν…

Προφανώς, μπορεί να εντοπίσει κανείς στοιχεία που έλλειπαν από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, που θα την έκαναν περισσότερο οικουμενική, περισσότερο συμπεριληπτική, περισσότερο λαϊκή, περισσότερο προοδευτική ή αριστερή. Κανείς άλλωστε από όσους και όσες υπερασπίστηκαν (-αμε) την τελετή -ή, τουλάχιστον όχι η γράφουσα- δεν ισχυρίστηκε ότι αποτελεί το πρότυπο της κοινωνίας που ονειρεύονται (-μαστε). Όμως αν σε κάτι της κάνουμε κριτική, δεν είναι για όσα συμπεριέλαβε, αλλά για εκείνα που παρέλειψε ή, πάντως, δεν φώναξε το ίδιο δυνατά, όπως π.χ. το αποικιοκρατικό παρελθόν της Γαλλίας, οι ταξικοί και κοινωνικοί αγώνες στη χώρα, αλλά και η ανοιχτή πληγή στην Παλαιστίνη.

Και δύο υστερόγραφα

Όσα ειπώθηκαν δεν είχαν σκοπό να δώσουν μια πλήρη εκτίμηση ούτε για την τελετή αυτή καθεαυτή ούτε για όσα γράφτηκαν γύρω από αυτή, αλλά κυρίως να παρέμβουν με όσα παρεμπιπτόντως αναδείχθηκαν ξανά και αφορούν την ευρύτερη συζήτηση για την όλη Αριστερά και τον λαό.

Αντί κατακλείδας, δύο υστερόγραφα εκτός του κυρίως θέματος του άρθρου, αλλά κρίσιμα.

Υστερόγραφο πρώτο. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν τελικά το δρώμενο με τον Διόνυσο αντλούσε έμπνευση τον Μυστικό Δείπνο του Χριστού με τους μαθητές του και το γνωστό έργο του Da Vinci, από τον πίνακα «Το Συμπόσιο των Θεών» του van Biljert, με αναφορά στο δωδεκάθεο ή από κάπου αλλού. Πάντως, αν υπάρχει μια χώρα που πράγματι θα ταίριαζε στην τελετή έναρξης των Αγώνων που διοργανώνει να σατιρίσει ή να ανανεώσει την χριστιανική παράδοση, ως κυρίαρχη στη Δύση, αυτή είναι σίγουρα η Γαλλία. Αν μια τέτοια τελετή αναδεικνύει ταυτοτικά στοιχεία της κάθε διοργανώτριας χώρας και τη συνεισφορά της στην ανθρωπότητα, τότε η Γαλλία, ένα πλήρως κοσμικό κράτος, του οποίου η laïcité αποτελεί κατάκτηση και αποτέλεσμα της σπουδαίας Γαλλικής Επανάστασης, όχι απλώς ως συνταγματική εξαγγελία, αλλά ως καθημερινή πρακτική, είναι αυτή που θα μπορούσε και θα όφειλε να την προβάλει εμφατικά.

Υστερόγραφο δεύτερο. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν δικαίως και ορθώς επικριθεί ως ένα ακραία εμπορευματοποιημένο έως και βαθιά εκμεταλλευτικό γεγονός, που ελάχιστη σχέση έχουν τόσο με το αρχαίο ολυμπιακό πνεύμα όσο και με τα σύγχρονα αιτήματα περί εκεχειρίας, ειρήνης, συναδέλφωσης των λαών κ.ο.κ. Η κριτική αυτή προφανώς ισχύει στο ακέραιο και για τους γαλλικούς αγώνες. Για το γεγονός ότι γίνονται τη στιγμή που εντός και πέριξ του ευρωπαϊκού εδάφους βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη ένας πόλεμος και μια γενοκτονία, για το γεγονός ότι ξοδεύτηκαν γι’ αυτούς αμύθητα ποσά που ελάχιστα ή καθόλου θα λειτουργήσουν προς όφελος της γαλλικής κοινωνίας, για την εκμετάλλευση που εμπεριέχει η προετοιμασία και η διεξαγωγή τους, για τον αποκλεισμό των ίδιων των κατοίκων της πόλης -και πολύ περισσότερο π.χ. των αστέγων που απομακρύνθηκαν από αυτή-, για την καταστολή που συνεπάγονται τα αιτήματα ασφάλειας της διοργάνωσης κ.ο.κ. Η υπεράσπιση της τελετής έναρξης έναντι της συντονισμένης επίθεσης της παγκόσμιας ακροδεξιάς κάθε άλλο παρά αναιρεί την κριτική αυτή. Είναι όμως μια κριτική που έπρεπε να έχει γίνει (και από κάποιους/-ες έγινε) και για όλες τις προηγούμενες διοργανώσεις, της ελληνικής ολυμπιάδας κάθε άλλο παρά εξαιρουμένης.

(Η Δανάη Κολτσίδα είναι νομικός-πολιτική επιστήμονας)

[1] Καθώς αποκλείει τους μεταναστευτικής καταγωγής Γάλλους και Γαλλίδες, με διαφορετικές παραδόσεις.

[2] Καθώς η κρεατοφαγία, και δη των βοοειδών, που είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Γαλλία, θεωρείται από τους επιβαρυντικούς παράγοντες της κλιματικής κρίσης.

[3] Ο στίχος από την ελληνική διασκευή του τραγουδιού Cancion Sin Miedo («Τραγουδάμε δίχως φόβο») - https://tvxs.gr/news/ellada/tragoydame-xoris-fobo-sto-spiti-den-ertho-kapste-tin-poli/

[4] Βλ. το αυτοβιογραφικό δοκίμιο του Ντιντιέ Εριμπόν, Επιστροφή στη Ρενς, που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Νήσος.

[5] Αναφορά στη μαζική επίθεση που σημειώθηκε σε βάρος δύο τρανς ατόμων στην πλατεία Αριστοτέλους στη Θεσσαλονίκη στις 9/3/2024.