Ελλάδα

Βία ανηλίκων: Οι θύτες είναι και αυτοί θύματα που χρήζουν της προσοχής μας

Βία ανηλίκων: Οι θύτες είναι και αυτοί θύματα που χρήζουν της προσοχής μας Φωτογραφία: Photo by Jesús Rodríguez on Unsplash
Γιατί δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους θύτες ως «καμένο χαρτί» και πώς θα τους βοηθήσουμε να απεμπλακούν από τα σκοτεινά τους ένστικτα.

Κατακλυζόμαστε καθημερινά από ρεπορτάζ και αρθρογραφία που ασχολείται με το φλέγον ζήτημα της έξαρσης της βίας ανηλίκων. Επιθέσεις σε σχολεία, σε προαύλια, σε πλατείες, σε μέσα μεταφοράς αποτελούν μια καθημερινότητα με τις συμμορίες ανηλίκων να έρχονται στο προσκήνιο με άπαντες να παρακολουθούμε το φαινόμενο ως απλοί θεατές καθώς κανένα μέτρο δεν φαίνεται να αποδίδει στη μάχη κατά της άκρατης βίας και την νεανικής επιθετικότητας.

Γιατί όμως αυτή η μεγάλη αύξηση στην παραβατικότητα των νέων; Περισσότερη βία, περισσότερες επιθέσεις, αλλά και σύσταση συμμοριών συνθέτουν το σκοτεινό σκηνικό που ζει και μεγαλώνει η νέα γενιά χωρίς κανείς να μπορεί να αποκωδικοποιήσει με ακρίβεια τις αιτίες που ωθούν τους νέους να εκφράζουν με τέτοια ένταση και θυμό έναντι συνομηλίκων τους όσα βιώνουν, χρησιμοποιώντας ανεξέλεγκτη βία και αδιαφορώντας για τις συνέπειες.

Στο Dnews καθημερινά δίνουμε «φωνή» στους ειδικούς, επιχειρώντας να κατανοήσουμε τους λόγους για τους οποίους η παραβατική συμπεριφορά ανηλίκων και η επίκληση στην βία μονοπωλούν το αστυνομικό δελτίο. Πέρα από τα θύματα, αξίζει να ασχοληθούμε και με τους θύτες που σε τρυφερή ηλικία διακατέχονται από τεταμένα αρνητικά συναισθήματα και ξεσπούν με ιδιαίτερο μίσος έναντι συνομηλίκων τους αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Τι κρύβεται στον ψυχισμό αυτών των παιδιών και ποια η θέση μας ως κοινωνίας ώστε να τα βοηθήσουμε να επανακάμψουν και να διαχειριστούν όλα όσα βιώνουν χωρίς να ξεσπούν την οργή τους έναντι άλλων;

Βία ανηλίκων: Γιατί δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους θύτες ως «καμένο χαρτί»

Θέλοντας να σκιαγραφήσουμε το ψυχοσυναισθηματικό προφίλ των ανήλικων θυτών αλλά και αντιληφθούμε τι είναι αυτό που «οπλίζει» το χέρι τους ώστε να απειλήσουν την σωματική ακεραιότητα άλλων ανηλίκων, αδιαφορώντας για τους κινδύνους που επιφέρουν τέτοιες καταστάσεις μιλήσαμε με την Ελένη Κονιδάρη, Ψυχολόγο και Προϊσταμένη του Κέντρου Διεπιστημονικής Αξιολόγησης και Συμβουλευτικής Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.) Κεφαλλονιάς.

Έχοντας ασχοληθεί με περιπτώσεις ανήλικων θυτών μας τόνισε εξαρχής πως οι θύτες χρειάζονται την στήριξή μας καθώς και οι ίδιοι είναι ψυχοσυναισθηματικά πληγωμένοι και χρήζουν μιας προσέγγισης που κάθε άλλο παρά τιμωρητική και εκδικητική θα πρέπει να εκλαμβάνεται. Όπως μας αναφέρει «Ο λόγος που οφείλουμε να ασχολούμαστε με τους θύτες με θετικό τρόπο, δηλαδή καταρχήν προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε την συμπεριφορά τους και στη συνέχεια να προσπαθήσουμε να την τροποποιήσουμε, είναι ακριβώς για να μην αναπαράγεται η βία στο διηνεκές.»

«Εκείνο που συχνά παραβλέπουμε, είναι ότι η οικογένεια λειτουργεί ως σύστημα, πράγμα που σημαίνει ότι εντός της αναπτύσσονται μοτίβα συμπεριφορών που παγιώνονται, ήθη, τελετουργίες, συνήθειες και γενικά ένας συγκεκριμένος τρόπος του σχετίζεσθαι μεταξύ των μελών της. Μέσα σε αυτό το πλέγμα οργανωμένων σχέσεων, συχνά αναπτύσσεται νοσηρότητα, δηλαδή στρεβλοί τρόποι αλληλεπίδρασης που βάλλουν τον ψυχισμό των μελών της οικογένειας, και του συστήματος ως όλον.» επεξηγεί η κα Κονιδάρη και μας δίνει ένα παράδειγμα για να αντιληφθούμε τη συλλογιστική της.

Η αντιμετώπιση του έφηβου θύτη, ή ο φαύλος κύκλος της βίας

«Κρατώντας τα παραπάνω κατά νου, ας κάνουμε ένα άλμα και ας προσγειωθούμε σε ένα Γυμνάσιο, όπου οι γονείς της Μαρίας καλούνται αλλεπάλληλες φορές από τον σύλλογο διδασκόντων, προκειμένου να ενημερωθούν για την συμπεριφορά της κόρης τους. Η Μαρία, φέρεται ως αρχηγός μιας κλίκας παιδιών που συστηματικά παρενοχλούν άλλα παιδιά με κάθε τρόπο: με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, με διασπορά ψευδών, με προκλήσεις, με εκφοβισμό, στήνοντας «παγίδες», ακόμα και χειροδικώντας. Οι γονείς νιώθουν την ανάγκη να αμυνθούν, γιατί κανένα τέτοιο δίδαγμα δεν έχουν δώσει στην κόρη τους, αντίθετα θεωρούν ότι εκείνη ήταν πάντα το «πρόβατο» της οικογένειας, σε αντίθεση με την πιο διεκδικητική μεγαλύτερη αδελφή της. Οι εκπαιδευτικοί θεωρούν ότι οι γονείς την δικαιολογούν και τους καλούν να αναλάβουν δράση. Στη συνέχεια, οι νουθεσίες γονέων και εκπαιδευτικών φαίνεται να πέφτουν στο κενό καθώς η Μαρία κλιμακώνει την συμπεριφορά της σε ολοένα χειρότερες πράξεις, οπότε ξεκινούν οι αποβολές και στο σπίτι οι πόρτες κλείνουν με ένταση. Οι επιδόσεις της πέφτουν ενώ οι παρέες της δείχνουν να αυξάνονται, καθώς παρά την κακή συμπεριφορά της, γίνεται δημοφιλής και αρκετά παιδιά την ακολουθούν και την υπερασπίζονται. Στο τέλος της χρονιάς μένει από απουσίες και ορκίζεται στους γονείς της ότι δεν θα ξαναπάει στο σχολείο, ενώ είναι μόλις 14 ετών…Το υποθετικό αυτό περιστατικό δεν είναι σπάνιο. Η εκπαίδευση διαθέτει λίγους ψυχολόγους που αν τύχει να βρίσκονται σε αυτό το σχολείο θα προσπαθήσουν να προσφέρουν συμβουλευτική στους γονείς και την μαθήτρια, όμως αυτό δεν είναι επαρκές. Έτσι, εύκολα φτάνουμε στο όλοι εναντίον όλων: ασφαλώς τα θύματα απεχθάνονται τη Μαρία, γονείς και εκπαιδευτικοί αλληλοκατηγορούνται για αδυναμία παρέμβασης, και η Μαρία είναι θυμωμένη με όλους. Αν μάλιστα υπάρξουν καταγγελίες και τα περιστατικά είναι τόσο σοβαρά ώστε να χρειαστεί να πάρουν τον δρόμο της δικαιοσύνης, τότε η ταμπέλα είναι πια δεδομένη: η Μαρία είναι ένα παλιόπαιδο προσανατολισμένο προς το κακό, μια έφηβη με προβληματικό χαρακτήρα που οδεύει ολοταχώς στην παραβατικότητα.» συνεχίζει η κα Κονιδάρη.

«Εφόσον πιαστεί σ’ έναν τέτοιο βρόγχο αυτο-εκπληρούμενης προφητείας, πώς μπορεί ένα έφηβο παιδί να κατανοήσει, πώς δε μάλλον να εξηγήσει και στους άλλους, αυτό που του συμβαίνει; Προκειμένου να αμυνθεί όπως-όπως, καταφεύγει συνήθως σε σειρά προβολών, εκλογικεύσεων και εξωτερικής απόδοσης αιτίων, ενώ αναζητά καταφύγιο στην παρέα παιδιών που μοιάζουν να το συμμερίζονται, καθώς κι εκείνα βιώνουν ανάλογα συναισθήματα. Πώς να καταφέρει η Μαρία να φτάσει στις πηγές του θυμού της, ώστε να τον αντιμετωπίσει; Πώς θα ομολογήσει στον εαυτό της ότι ζούσε πάντα στην σκιά της αδελφής της, την οποία υπεραγαπά και θα ήθελε να της μοιάσει αλλά νιώθει «λίγη»; Πώς θα θυμηθεί ότι οι γονείς της της έλεγαν «Κοίτα τι κάνει η Κατερίνα» ενώ αυτή ένιωθε ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει; Πώς να αρθεί στο ύψος της πάντα καλής, πάντα ικανής, πάντα επιτυχημένης αδελφής της, όταν μετά τους γονεϊκούς επαίνους προς εκείνην, ακουγόταν κι ένα ανόρεχτο «ε, κι η Μαρία καλή είναι»; «Ανοησίες», θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς, «αυτά είναι ψυχολογίστικες δικαιολογίες για ένα κακομαθημένο που δεν έχει όρια» τονίζει η κα Κονιδάρη.

Οι ευθύνες των γονιών στον ψυχισμό των παιδιών

«Επί τούτου διάλεξα ένα παράδειγμα που δεν κρύβει κάποιο τεράστιο οικογενειακό δράμα, ακριβώς για να δείξω ότι συχνά τα παιδιά τραυματίζονται ψυχικά από αδιόρατες στο γυμνό μάτι συνθήκες, κι από τρόπους του σχετίζεσθαι που δεν μπορούν να αποδοθούν σε σοβαρά γονεϊκά «κρίματα». Προφανώς σε αυτό το παράδειγμα, ο τρόπος που καλλιεργήθηκαν οι γονεΐκές προσδοκίες σε συνδυασμό με μια παιδαγωγική στάση, την σύγκριση αδελφών, που είναι λανθασμένη μεν, ασφαλώς όμως όχι «εγκληματική», οδήγησαν ένα παιδί που επί μακρόν έκρυβε τον θυμό και τα αισθήματα αναξιότητας και αποτυχίας, στο να μεταστραφεί σε θύτης, εκτονώνοντας τα αρνητικά του συναισθήματα σε πιο αδύναμα παιδιά. Η περίπτωση της Μαρίας, αν είχε αντιμετωπιστεί εγκαίρως, θα μπορούσε να είναι πλήρως αντιστρέψιμη. Αν κάποιο κατάλληλο πρόσωπο είχε κατορθώσει να χτίσει μια σχέση ασφάλειας κι εμπιστοσύνης μαζί της, θα μπορούσε να την βοηθήσει να επεξεργαστεί την αυτό-εικόνα της ως ξεχωριστό άτομο, με ιδιαίτερα ταλέντα και ικανότητες, άξιο ν’ αγαπηθεί γι’ αυτό που είναι κι όχι σε σύγκριση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Ακόμα, η στοχευμένη συμβουλευτική προς τους γονείς θα μπορούσε να άρει στην συγκεκριμένη οικογενειακή παθογένεια και να βοηθήσει το σύστημα της οικογένειας να λειτουργήσει σε πιο υγιή βάση. Αν όμως μια τέτοια περίπτωση συχνά οδηγείται σε απόλυτη καταστροφή, τι πρέπει να υποθέσουμε για πολύ πιο σοβαρές περιπτώσεις παιδιών, με βεβαρυμένο οικογενειακό ιστορικό και πολλαπλά ψυχικά τραύματα;» υπερθεματίζει η κα Κονιδάρη δείχνοντας το πώς θα πρέπει να προσεγγίσουμε και τον ανήλικο θύτη.

Κανένα παιδί δεν είναι «κακό» και ασφαλώς κανένα παιδί δεν είναι «καμένο χαρτί»

«Όταν ένα παιδί φέρεται άσχημα, οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να το κάνει είναι πεπερασμένοι: ταύτιση με πρότυπο ή μαθημένη αντίδραση, αντίδραση σε κάτι, ή κραυγή για βοήθεια. Το να το στοχοποιούμε ως «πηγή των δεινών», να το τιμωρούμε και να το αποκλείουμε, όχι μόνο δεν θα το βοηθήσει να βελτιώσει την συμπεριφορά του, αλλά είναι ο βασιλικός δρόμος για την περαιτέρω επιδείνωσή της, με διαχρονικές αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για το ίδιο αλλά και για την κοινωνία. Αντιθέτως, οφείλουμε να σταθούμε δίπλα του, να προσπαθήσουμε να το ακούσουμε ουσιαστικά, να του αποδείξουμε ότι είμαστε αρκετά δυνατοί ώστε να το βοηθήσουμε πραγματικά, και να το καθοδηγήσουμε συστηματικά προς την κατάλληλη υποστήριξη» δηλώνει η κα Κονιδάρη.

Κάθε κοινωνία έχει τη βία που της αξίζει

Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας η κα Κονιδάρη αναφέρεται στο ζήτημα της κλινικοποίησης. «Κι εμείς πετάγαμε ο ένας στον άλλον πέτρες, αλλά ούτε μιλούσαμε με ψυχολόγους, ούτε τελικά γίναμε εγκληματίες. Απλά μεγαλώσαμε, και με το καλό ή με το κακό σταματήσαμε να το κάνουμε», λένε συχνά οι μεγαλύτεροι. Πρώτον, ο αναλογισμός αυτός δεν μας οδηγεί πουθενά, καθώς η αναδίφηση στο τι έκαναν προηγούμενες γενιές μπορεί να φέρει στο φως οδυνηρά ψυχοκοινωνικά συμπεράσματα. Δεύτερον, ένα παιδί με συστηματικά αντικοινωνική συμπεριφορά δεν είναι «ψυχοπαθής», αλλά φέρει ψυχικό πόνο και σίγουρα χρήζει εξατομικευμένης βοήθειας. Τρίτον, η παιδική και εφηβική βία που έχει αποκτήσει μεγάλη ορατότητα στις μέρες μας, ασφαλώς δεν είναι σημερινό φαινόμενο και σίγουρα εμπλέκεται σημαντικά με κοινωνικούς παράγοντες. Για να παραφράσουμε μια πολυσυζητημένη ψυχαναλυτική φράση, κάθε κοινωνία έχει τη βία που της αξίζει. Αυτό λοιπόν που καλούμαστε επιτακτικά να πράξουμε εμείς, είναι να αναγνώσουμε ανυπόκριτα τις σύγχρονες μορφές βίας και να αποφασίσουμε ως κοινωνία αν πραγματικά μας αξίζουν