Οικονομία

Γραφείο Προϋπολογισμού: Η στρατηγική του δανεισμού από τις αγορές έχει θετικά και αρνητικά

Γραφείο Προϋπολογισμού: Η στρατηγική του δανεισμού από τις αγορές έχει θετικά και αρνητικά
Τριμηνιαία έκθεση με «καυτές»επισημάνσεις: * Η στρατηγική του δανεισμού από τις αγορές έχει και τα θετικά της και τα αρνητικά της. * Η χώρα έχει μπροστά της 3 επιλογές: (α) την καθαρή έξοδο στις αγορές, (β) την έξοδο στις αγορές με προληπτική γραμμή πίστωσης υπό όρους και (γ) το νέο δανεισμό από τον ΕΜΣ (ή τέταρτο μνημόνιο κατά το πρότυπο των προηγούμενων). * Όποια λύση και αν τελικά επιλεγεί θα συνοδεύεται από εποπτεία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής…. Ακόμη και χωρίς προσφυγή στον ΕΜΣ, η χώρα θα υπόκειται σε μηχανισμούς εποπτείας.»

Την ανάγκη να συνεχισθεί η προσπάθεια για δημοσιονομική σταθερότητα, να διασφαλισθεί η οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια, μέσω της εφαρμογής του Μνημονίου και κυρίως των μεταρρυθμίσεων, να επιτευχθεί κοινωνική σταθερότητα και συνοχή με θεραπείες των ανισοτήτων, της ανεργίας και της φτώχειας και να διατηρηθεί η πολιτική σταθερότητα με όσο το δυνατό ευρύτερη πολιτική συναίνεση επισημαίνει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του για την Ελληνική οικονομία. Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονται στα θετικά και στα αρνητικά της τακτικής που υιοθετεί πλέον η κυβέρνηση για δανεισμό του Ελληνικού Δημοσίου από τις αγορές. Προαναγγέλλουν, ωστόσο, συνέχιση της αυστηρής εποπτείας της Ελληνικής οικονομίας και μετά το τέλος του Μνημονίου ΙΙΙ, δηλαδή και μετά τον Αύγουστο του 2018.

«Ο δρόμος για την κανονικότητα θα είναι μακρύς και όλα δείχνουν ότι το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας δεν θα έλθει το 2018 , παρά την σχετική αύξηση των βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής», τονίζουν χαρακτηριστικά οι εμπειρογνώμονες του Γ.Π.Β. Προσθέτουν δε ότι η χώρα έχει μπροστά της τρεις επιλογές: (α) την καθαρή έξοδο στις αγορές, (β) την έξοδο στις αγορές με προληπτική γραμμή πίστωσης υπό όρους και (γ) το νέο δανεισμό από τον ΕΜΣ (ή τέταρτο μνημόνιο κατά το πρότυπο των προηγούμενων). Διευκρινίζουν μάλιστα ότι, σε κάθε περίπτωση, η αυστηρή εποπτεία θα ασκείται είτε από τις αγορές είτε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, αφήνοντας σαφώς να εννοηθεί ότι θεωρούν πολύ πιθανή και πιο ισχυρή τη δεύτερη εκδοχή η οποία θα συνοδεύεται κι από μια προληπτική γραμμή χρηματοδότησης αλλά και από ένα τέταρτο Μνημόνιο!

Το Γ.Π.Β. χαιρετίζει, πάντως, την επιτυχή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές, η οποία έλαβε χώρα μέσω της έκδοσης νέου πενταετούς ομολόγου, τονίζοντας ότι «είναι ένα θετικό βήμα προς την διαχείριση της οικονομικής κρίσης με δεδομένη την συμφωνία των μεγάλων πολιτικών κομμάτων στα ουσιαστικά στοιχεία του προγράμματος προσαρμογής (παρά τις επιμέρους διαφορές και τη διαφορετική πολιτική φιλοσοφία)». Διευκρινίζει δε ότι «μπορεί επομένως να ερμηνευθεί ως μια κίνηση που εκφράζει την πρόθεση της κυβέρνησης να εκπληρώσει τις τρέχουσες συμφωνίες (συμπληρωματικό μνημόνιο συνεννόησης» και letter of intent προς το ΔΝΤ) και, έτσι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μόνιμη έξοδο στις αγορές μετά το τέλος του «μνημονίου» τον Αύγουστο του 2018.»

Η οικονομία άντεξε και ανακάμπτει.

Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι η οικονομία της χώρας «δεν βρίσκεται πλέον σε ύφεση», αλλά «ανακάμπτει». Διευκρινίζουν δε ότι: «Η οικονομία άντεξε τις διαταραχές του 2015  τους κεφαλαιακούς ελέγχους, την υφεσιακή οικονομική πολιτική που στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση της φορολογίας και λιγότερο στη εξορθολογισμό των δαπανών, την παρατεταμένη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση και τις αβεβαιότητες για την τύχη των μεταρρυθμίσεων. Η ανεργία μειώνεται μολονότι διαπιστώνουμε ανησυχητικά δομικά χαρακτηριστικά στις αγορές εργασίας (αύξηση της ευκαιριακής απασχόλησης κλπ).»

Για το 2017 η έκθεση του Γ.Π.Β. προβλέπει θετικό ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ της τάξης του 1,5-1,6%, μικρότερο του προβλεπόμενου στον κρατικό προϋπολογισμό μερικούς μήνες πριν. Παραθέτει δε εν συνεχεία πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες: «Για το 2017 το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης αισιοδοξεί μάλιστα ότι ο ρυθμός μεγέθυνσης θα φθάσει το 2% και το 2018 το 3%». Τονίζει δε ότι: «Η διαφαινόμενη ανάκαμψη είναι εύθραυστη και για να το διατυπώσουμε χωρίς περιστροφές, θα διακοπεί αν η χώρα εγκαταλείψει το μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων. Το ίδιο θα συμβεί αν υπάρξει πολιτική αστάθεια. Επίσης, τα μακροοικονομικά στοιχεία των τελευταίων τριμήνων έδειχναν ότι η οικονομία κινούνταν στα όρια της στασιμότητας από το πρώτο τρίμηνο του 2014. Μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2017 (με την αναιμική του μεγέθυνση) είχαμε πίσω μας τριάμισι χρόνια κίνησης γύρω από το μηδέν ενώ μπροστά μας περιμένουν ακόμα πολλές αβεβαιότητες! Με άλλα λόγια, το πρόβλημα μας συνίσταται στη μακροχρόνια τάση».

Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης

Το Γ.Π.Β. αποτιμά θετικά και το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης υλοποίησης του Μνημονίου ΙΙΙ, επισημαίνοντας τα ακόλουθα:

«Το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης δημιουργεί κατ’ αρχάς προϋποθέσεις για ανάκαμψη της οικονομίας.

Το σημαντικότερο στοιχείο του προηγούμενου τριμήνου ήταν η ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και η συμφωνία για το συμπληρωματικό μνημόνιο και την εκταμίευση των δόσεων. Η εξέλιξη αυτή προκάλεσε αισιοδοξία για την τελική έκβαση του εγχειρήματος της προσαρμογής. Με κριτήριο τη συμφωνία αυτή το ελληνικό πρόγραμμα δεν είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Χαρακτηριστικά, το Χρηματιστήριο Αθηνών εξακολουθεί να ανεβαίνει και οι «αποδόσεις» των ελληνικών ομολόγων να υποχωρούν. Υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον των αγορών για ομόλογα ελληνικών επιχειρήσεων όπως έδειξε η επιτυχής έκδοση ομολόγων τους.

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να συστήσει το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος προστίθεται στα θετικά νέα, κυρίως σε συμβολικό επίπεδο, διότι, πρώτον, ή διαδικασία αυτή ήταν ξεπερασμένη καθώς η Ελλάδα βρίσκεται σε καθεστώς αυστηρότερης επιτήρησης λόγω Μνημονίων και, δεύτερον, η άρση της δεν συνεπάγεται το τέλος της εποπτείας. Οι δημοσιονομικοί στόχοι της Ελλάδας υπαγορεύονται σήμερα από το πρόγραμμα στήριξής της (βλ. πιο κάτω). Μετά το 2018 προβλέπεται να υπαχθεί στις διαδικασίες εποπτείας του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ).

Ειδικότερα, με την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου για τη δεύτερη αξιολόγηση:

Πρώτον, εκφράζεται η θετική εκτίμηση των εταίρων για την πορεία εφαρμογής του προγράμματος και αναγνωρίζεται ρητά ότι η ελληνική πλευρά έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμφωνία.

Δεύτερον, συνεχίζεται η ροή της χρηματοδότησης (βλ. πιο κάτω).

Τρίτον, επαναλαμβάνεται με πιο σαφή τρόπο η προοπτική αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους μετά το τέλος του προγράμματος το 2018. Έγινε, δηλαδή, κάποια αναφορά σε επιμηκύνσεις λήξεων δανείων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΕΤΧΣ), διάρκειας 0 μέχρι 15 ετών. Η αναφορά βέβαια στη μείωση του χρέους μέσω επιμηκύνσεων είναι πολύ αόριστη, και επομένως θα δυσκολέψει πολύ την ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Στα θετικά ανήκει επίσης η ρήτρα ανάπτυξης, ότι δηλαδή όσο μικρότερη είναι η ανάπτυξη, τόσο μικρότερες θα είναι και οι πληρωμές για το χρέος, όπως και τα περί δημιουργίας Αναπτυξιακής Τράπεζας.

Συνολικά, με την απόφαση του Eurogroup δημιουργούνται προϋποθέσεις για τη μείωση της αβεβαιότητας, τη σταθεροποίηση και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτή δεν εκτιμάται να είναι όσο προέβλεπε ο κρατικός προϋπολογισμός του 2017, δηλαδή 2,7% αλλά σημαντικά χαμηλότερη (βλ. πιο πριν). Η χαμηλότερη εκτίμηση προφανώς οφείλεται στη μεγάλη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και στη συνακόλουθη έξαρση της αβεβαιότητας, η οποία προκάλεσε σημαντική μείωση των επενδύσεων. Αυτό, σε συνδυασμό με τη μεγάλη αύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης, αποδυνάμωσε την αρχική της πρόβλεψη.

Αν δεν υπάρξουν άλλες εμπλοκές (π.χ. σε σχέση με την εφαρμογή της δεύτερης και την ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης ή την εφαρμογή του «συμπληρωματικού μνημονίου»), η άρση της αβεβαιότητας θα ενισχύσει την εμπιστοσύνη των καταθετών στο τραπεζικό σύστημα και θα οδηγήσει στην άρση όλων των περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων. Σήμερα, οι εναπομείναντες περιορισμοί είναι μεν σαφώς χαλαρότεροι, δεν παύουν όμως να δημιουργούν προβλήματα. Η ύπαρξη και μόνο πολιτικών κατά παράβαση της βασικής ευρωπαϊκής αρχής της ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων αποτελεί εστία αβεβαιότητας που επηρεάζει αρνητικά τις επενδυτικές αποφάσεις.»

Καθυστερούν οι έλεγχοι στις μεγάλες λίστες φοροδιαφυγής

Σύμφωνα εξάλλου με το Γ.Π.Β., οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, η κουλτούρα φοροδιαφυγής και οι καθυστερήσεις ερευνών στις λίστες μεγαλοκαταθετών θα εξακολουθούν δυσχεραίνουν την απόδοση των φορολογικών ελέγχων και των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνεται, το 2017, ενώ στον τομέα των δαπανών διαπιστώνεται αδυναμία εξορθολογισμού τους στον τομέα της φοροδιαφυγής έχουν ενταθεί οι προσπάθειες ελέγχου της π.χ. με τη γενίκευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Όμως, την απόδοση των ελέγχων και των ηλεκτρονικών συναλλαγών θα δυσχεραίνουν, μεταξύ άλλων, το ύψος των φορολογικών συντελεστών και η κουλτούρα φοροδιαφυγής που είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία. Επίσης δεν πρέπει να υποτιμάται το ηθικό μήνυμα διαφόρων χειρισμών π.χ. παραχωρήσεων σε επιμέρους ομάδες πίεσης χωρίς υπολογισμό του κόστους. Συναφώς, υποτιμούνται οι επιπτώσεις στο ηθικό των φορολογούμενων αφενός μεν από την καθυστέρηση των ελέγχων με βάση τις διάφορες «λίστες» ( Λαγκάρντ, Μπόργιανς, κ.α.), που οδήγησε σε νομικές εμπλοκές και αφετέρου από την αναποτελεσματικότητα των όποιων ελέγχων πραγματοποιήθηκαν. Την  περίοδο 2013 μέχρι σήμερα, μετά από ελέγχους «βεβαιώθηκαν» € 1.623 εκ., αλλά εισπράχθηκαν μόλις € 149 εκ.! Αποκαρδιώνουν επίσης οι δυσλειτουργίες σε άλλους τομείς, όπως π.χ. στα καύσιμα όπου σύμφωνα με πολλά δημοσιεύματα, η φοροδιαφυγή «οργιάζει».

Το Συμπληρωματικό Μνημόνιο πρέπει να εφαρμοστεί, δεν πρέπει να γίνουν εκλογές πριν τον Αύγουστο του 2018.

Σύμφωνα επίσης με τους συντάκτες της έκθεσης, το Συμπληρωματικό Μνημόνιο Συνεννόησης (supplemental memorandum of understanding) του Ιουνίου 2017 καθόρισε και το μονοπάτι που πρέπει να ακολουθήσει η οικονομική πολιτική ως το τέλος του Μνημονίου, τον Αύγουστο του 2018. Πρόκειται για ένα πολιτικά δύσκολο έργο που θα καταστεί αδύνατο αν επισπευσθούν οι εκλογές πριν από τη λήξη του προγράμματος, αν δηλαδή η χώρα εισέλθει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο. Το μονοπάτι επεκτείνεται όμως και στο χρονικό διάστημα 2019/2020 αλλά και μετά με βάση το λεγόμενο «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής» (ΜΠΔΣ).

Σε εκκρεμότητα 113 νέα προαπαιτούμενα, μεταξύ των οποίων οι περιορισμοί στην κήρυξη απεργιών και οι περικοπές στα οικογενειακά επιδόματα.

Βάσει εξάλλου των όσων επισημαίνονται στην έκθεση, το Συμπληρωματικό Μνημόνιο περιέχει έναν μακρύ κατάλογο 113 μέτρων που θα πρέπει να εφαρμοσθούν μέχρι το τέλος της τρίτης δανειακής σύμβασης, το 2018. Εξ αυτών, τα 95 θα πρέπει να υλοποιηθούν έως το τέλος του τρέχοντος έτους. Στον κατάλογο περιλαμβάνονται το ευαίσθητο ζήτημα της αλλαγής της εργατικής νομοθεσίας, ώστε για την προκήρυξη απεργίας να απαιτείται η ψήφος τουλάχιστον του 50% των εργαζομένων, η αναμόρφωση των οικογενειακών επιδομάτων, που σηματοδοτεί περικοπές, το άνοιγμα ορισμένων κλειστών επαγγελμάτων και οι αλλαγές στον δημόσιο τομέα.

Η έξοδος στις αγορές

Οι συντάκτες της έκθεσης αναφέρονται εκτενώς και στο θέμα της εξόδου της χώρας στις αγορές επισημαίνοντας τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά σημεία του εγχειρήματος.

Συγκεκριμένα, για το θέμα της εξόδου στις αγορές επισημαίνουν ότι:

«Καθώς το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής ολοκληρώνεται τον Αύγουστο του 2018, η χώρα θα πρέπει να εξασφαλίσει την μελλοντική χρηματοδότηση των δανειακών της αναγκών. Συνολικά έχει μπροστά της τρεις επιλογές, σε αναλυτικούς όρους μιας και είναι δυνατόν να υπάρξουν πολύ συνδυασμοί αυτών: (α) την καθαρή έξοδο στις αγορές, (β) την έξοδο στις αγορές με προληπτική γραμμή πίστωσης υπό όρους και (γ) το νέο δανεισμό από τον ΕΜΣ (ή τέταρτο μνημόνιο κατά το πρότυπο των προηγούμενων).

Θεωρητικά, η πρώτη επιλογή αντιστοιχεί σε μία «κανονικότητα», που αυτή τη στιγμή ισχύει για κάθε χώρα της Ευρωζώνης. Η τελευταία επιλογή είναι πολιτικά η χειρότερη, γιατί η κοινωνία μας έχει κουραστεί μετά από 8 χρόνια λιτότητας, τρία μνημόνια και συνακόλουθη ασφυκτική εποπτεία. Η ενδιάμεση επιλογή έχει το πλεονέκτημα της μεγαλύτερης ασφάλειας σε σχέση με την πρώτη, αλλά υστερεί κατά το ότι συνοδεύεται και αυτή από Μνημόνιο και επομένως, αυξημένη εποπτεία.  

Η έξοδος στις αγορές για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών ναι μεν σηματοδοτεί την αργή επιστροφή στην “κανονικότητα” αλλά (και αυτό πρέπει να τονιστεί καθώς δεν έχει γίνει πλήρως αντιληπτό) θα επιφέρει και νέες επιβαρύνσεις γιατί τα επιτόκια δανεισμού θα είναι υψηλότερα από αυτά του ΕΜΣ! Φυσικά, οι επιβαρύνσεις αρχικά δεν θα έχουν μεγάλο αντίκτυπο στα δημόσια οικονομικά αλλά σταδιακά, σε βάθος δεκαετίας, καθώς θα αντικαθίστανται δάνεια του επίσημου τομέα από νέα ομόλογα, θα παράγουν πιέσεις στα δημόσια οικονομικά, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις ανάγκες μείωσης του δημόσιου χρέους. Το κόστος του νέου δανεισμού από τις αγορές είναι βραχυπρόθεσμα σαφώς υψηλότερο (άνω του 4%) από το κόστος δανεισμού από τον ΕΜΣ (περίπου 1%) πράγμα που δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Η διαφορά θα μπορούσε να μεγαλώσει γιατί η εξέλιξη των όρων δανεισμού από τις αγορές εξαρτάται, ανάμεσα σε άλλα, από την εφαρμογή ενός προγράμματος μεταρρυθμίσεων και τη διατήρηση της δημοσιονομικής ισορροπίας. Οι αγορές είναι ευμετάβλητες, αλλάζουν στάση αν συμβεί οτιδήποτε εκτός κυβερνητικού ελέγχου αλλά επίσης εξαρτώνται και από τις διεθνείς εξελίξεις.

Επομένως, η έξοδος στις αγορές έχει και τα θετικά και τα αρνητικά της. Ανταποκρίνεται περισσότερο στους υπολογισμούς ωφελειών των «αγορών», που βεβαίως προτιμούν να δανείζουν με υψηλότερα επιτόκια από εκείνα που αποδέχονται από τον ΕΜΣ, αρκεί να έχει μειωθεί ο δημοσιονομικός και πολιτικός κίνδυνος της χώρας.

Σύμφωνα με μια άποψη, θα μπορούσε να υπάρξει άμεσο όφελος για την πραγματική οικονομία της χώρας, αν το νέο δάνειο από τις αγορές χρησιμοποιηθεί, έστω εν μέρει, για επιταχυμένη αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του κράτους στον ιδιωτικό τομέα.13 Με τον τρόπο αυτό θα μειωνόταν η ζημιά από τη διαφορά των επιτοκίων. Προσθέτουμε ότι σε βάθος χρόνου, και αν όλα πάνε καλά, η έξοδος στις αγορές θα άνοιγε το δρόμο για μια μεταγενέστερη μείωση των επιτοκίων δανεισμού του κράτους και των επιχειρήσεων. Μια χώρα που προσφεύγει κανονικά στις αγορές μπορεί να ανταμειφθεί βαθμιαία με μείωση των επιτοκίων, ενώ αν είναι σε πρόγραμμα να αντιμετωπίζεται με δυσπιστία (και αυξημένα spreads).

Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν σοβαρές εκκρεμότητες στην οικονομική πολιτική και, επομένως, αβεβαιότητες για το μέλλον της οικονομίας και μελλοντικές εκδόσεις ομολόγων. Είναι η χώρα προετοιμασμένη να υποβληθεί στην «πειθαρχία» των αγορών για τη δημοσιονομική πολιτική της; Πολλά θα κριθούν κατά την εφαρμογή του «συμπληρωματικού μνημονίου συνεννόησης» τους αμέσως επόμενους μήνες (βλ. πιο κάτω), από τη διευθέτηση του χρέους και από την επιστροφή στην ανάπτυξη. Αν η διαδικασία διακοπεί, η έξοδος στις αγορές θα αποδειχθεί πρόσκαιρη και τα πράγματα θα χειροτερεύσουν συνολικά.

Πάντως, όποια λύση και αν τελικά επιλεγεί, η «καθαρή» έξοδος στις αγορές ή το αγκυροβόλιο του ΕΜΣ (π.χ. μέσω μιας προληπτικής γραμμής πίστωσης), θα συνοδεύεται από εποπτεία της ελληνικής οικονομικής πολιτικής, πράγμα που συχνά παραβλέπει η δημόσια συζήτηση. Αν η χώρα προσφύγει στις αγορές, τότε, όπως σημειώσαμε, θα είναι αυτές που θα αξιολογούν την οικονομική πολιτική της, με απρόβλεπτο εν μέρει τρόπο. Αν η χώρα προσφύγει στον ΕΜΣ («προληπτική πίστωση») η εποπτεία θα είναι στενή και σύμφωνη με τους ισχύοντες κανόνες στην ΕΕ. Αλλά και χωρίς προσφυγή στον ΕΜΣ, η χώρα θα υπόκειται σε μηχανισμούς εποπτείας.»

Π.χ. η εισροή πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία θα εξαρτάται από την επίτευξη των μεσοπροθέσμων στόχων. Επίσης, θα πραγματοποιούνται σε τακτά διαστήματα για όλες τις χώρες της ΕΕ «αναλύσεις βιωσιμότητας» του χρέους (Debt Sustainability Analysis) που μπορεί να οδηγούν σε ενισχυμένη εποπτεία.

Ο δρόμος για την κανονικότητα θα είναι μακρύς και όλα δείχνουν ότι το τέλος της ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας δεν θα έλθει το 2018 , παρά την σχετική αύξηση των βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πώς αυτό που πολλές φορές αποκαλείται ‘εποπτεία’ στο δημόσιο λόγο, χρησιμοποιείται ως άλλοθι για τη μετάθεση ευθυνών σε άλλους στην άσκηση πολιτικής. Επίσης, δεν έχει γίνει κατανοητό ότι η λεγόμενη «πολυμερής εποπτεία» είναι μέρος των νέων συνθηκών που διαμόρφωσε η ίδια η ευρωπαϊκή ενοποίηση, δηλαδή της θεμελιώδους αλλαγής της έννοιας της «εθνικής κυριαρχίας». Τα κράτη μέλη προχώρησαν σε συγχώνευσή της (pooling) ώστε να αναλαμβάνουν αξιόπιστες αμοιβαίες δεσμεύσεις. Επομένως, μεγάλο τμήμα των εθνικών οικονομικών επιλογών προκύπτουν από τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη.

Η έξοδος στις αγορές, για να έχει συνέχεια, προϋποθέτει ισχυρή οικονομική μεγέθυνση με διάρκεια. Ενδεικτικά, αν υποθέσουμε ότι έχουμε οικονομική μεγέθυνση σε χρηματικούς όρους της τάξης του 2% για τα επόμενα δέκα χρόνια, τότε με βάση την υπάρχουσα συζήτηση για το ύψος των δημοσιονομικών πλεονασμάτων, το ύψος των χρηματοοικονομικών αναγκών για πληρωμή τόκων θέτει μικρές, διαχειρίσιμες αλλά υπαρκτές δοκιμασίες.

Προϋποθέτει επίσης ότι γίνεται κατανοητό ότι μόνο επιμέρους και σταδιακές αλλαγές μπορούν να γίνουν στις συνιστώσες του δημοσιονομικού πλεονάσματος, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Συναφώς, η συζήτηση για το «μείγμα οικονομικής πολιτικής» πρέπει πλέον να κινηθεί μακριά από το «μακροεπίπεδο». Με άλλα λόγια πρέπει να γίνουν σημαντικές αλλαγές κυρίως στη σύνθεση των δαπανών και των φόρων – πολλές από τις οποίες προδιαγράφει το συμπληρωματικό μνημόνιο. Όλα αυτά με τη σειρά τους προϋποθέτουν αλλαγή των αντιλήψεων για τις δαπάνες και τους φόρους.»