Οικονομία

Τέλος εποχής για την ευρωπαϊκή οικονομία: Τι ζητά ο Ντράγκι για να «γυρίσει» το παιχνίδι της ανταγωνιστικότητας

Τέλος εποχής για την ευρωπαϊκή οικονομία: Τι ζητά ο Ντράγκι για να «γυρίσει» το παιχνίδι της ανταγωνιστικότητας Φωτογραφία: OLIVIER HOSLET/ EPA
Ξεκαθαρίζοντας πως η εποχή του ελεύθερου εμπορίου βαίνει προς το τέλος της, ο Μάριο Ντράγκι εκπέμπει σήμα κινδύνου για την ευρωπαϊκή οικονομία και ζητά «ριζικές αλλαγές».

Παρουσιάζοντας έκθεση - ορόσημο για την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα - που του είχε ζητήσει πριν περίπου ένα χρόνο η πρόεδρος της Κομισιόν - ο Μάριο Ντράγκι μίλησε σήμερα Δευτέρα για μια «νέα βιομηχανική στρατηγική για την Ευρώπη» που θα μπορούσε να δώσει λύσεις σε διαρθρωτικά προβλήματα του μπλοκ σε τομείς όπως η ενέργεια και η άμυνα.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση χρειάζεται επιπλέον επενδύσεις ύψους 750-800 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως - που αντιστοιχεί στο 5% του ΑΕΠ -  πολύ υψηλότερο του 1%-2% του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση της Ευρώπης μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.

Ο πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ ζήτησε τον κοινό δανεισμό της ΕΕ και τον τερματισμό των εθνικών βέτο, υποστήριξε την χρήση ευρωομολόγων και ξεκαθάρισε πως τα σχέδια για απεξάρτηση από τον άνθρακα και ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας συνεπάγονται εμπορικά αμυντικά μέτρα.

«Η ΕΕ θα πρέπει να προχωρήσει στην τακτική έκδοση κοινών ομολόγων, ώστε να καταστεί δυνατή η υλοποίηση κοινών επενδυτικών σχεδίων μεταξύ των κρατών μελών», αναφέρει η έκθεση - στη λογική του επενδυτικού ταμείου που υιοθετήθηκε στη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, προκαλώντας την «γκρίνια» του Βερολίνου, και όχι μόνο.

Υπενθυμίζεται πως ήδη τον Απρίλιο ο Ντράγκι είχε μιλήσει για την ανάγκη «ριζικών αλλαγών» εν μέσω αυξανόμενης ανησυχίας για το τεράστιο χάσμα παραγωγικότητας με τις ΗΠΑ - όπου τα εισοδήματα έχουν αυξηθεί με διπλάσιο ρυθμό απ'ότι στην ΕΕ από το 2000.

Η έκθεση του Ντράγκι τονίζει ότι αυτό οφείλεται κυρίως στην έλλειψη επενδύσεων στην καινοτομία καθώς οι αμερικανικές εταιρείες επενδύουν 700 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως περισσότερα από τις ευρωπαϊκές. Οι δεύτερες άλλωστε βαζίζονται κυρίως στους ξένους επενδυτές, με τα μεγαλύτερα κενά να εντοπίζονται στην τεχνολογία και τις τηλεπικοινωνίες.

Ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας προτείνει,παράλληλα, πιο επιθετικά μέτρα ως απάντηση στις τεράστιες επιδοτήσεις της πράσινης τεχνολογίας που προσφέρονται στην Κίνα και τις ΗΠΑ και ξεκαθαρίζει πως η Ευρώπη δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική όταν πληρώνει έως και τέσσερις φορές περισσότερο από τους ανταγωνιστές της για ενέργεια.

Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, «ένα κοινό σχέδιο για την απολιγνιτοποίηση και την ανταγωνιστικότητα θα μπορούσε να συνεπάγεται, σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αμυντικά εμπορικά μέτρα για την εξίσωση των όρων ανταγωνισμού σε παγκόσμιο επίπεδο και την αντιστάθμιση του κρατικά υποστηριζόμενου ανταγωνισμού στο εξωτερικό».

Η εξισορρόπηση των δύο στόχων - της ηγεμονίας των «27» στην πράσινη μετάβαση και της ανταγωνιστικότητας του μπλοκ -  γίνεται πιο δύσκολη καθώς η ανάπτυξη καθαρών τεχνολογιών εξαρτάται από κρίσιμα υλικά που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως «όπλο» άλλα κράτη, προειδοποιείο ο Ντράγκι.

Όπως τονίζει, «η εποχή του ελεύθερου παγκόσμιου εμπορίου που διέπεται από πολυμερείς θεσμούς φαίνεται να φτάνει στο τέλος της», ενώ απαιτείται ο έλεγχος των άμεσων ξένων επενδύσεων, δεδομένου ότι υπάρχουν φόβοι πως η Κίνα απορροφά τεχνογνωσία ζωτικής σημασίας για την ευρωπαϊκή καινοτομία και ασφάλεια.

Την ίδια ώρα ο Ιτάλος επιπλήττει την Κομισιόν για «υπερβολίκη» νομοθετική δραστηριότητα, λέγοντας ότι πάνω από τις μισές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραπονιούνται για γραφειοκρατία και κανονιστικά εμπόδια, ενώ αφήνει να εννοηθεί πως θα πρέπει να περιοριστούν οι πρωτοβουλίες Συμβουλίου, του οργάνου που εκπροσωπεί τα κράτη μέλη και το οποίο συχνά μπλοκάρει φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις της ΕΕ.

Οι υφιστάμενες προβλέψεις της Συνθήκης «θα πρέπει να αξιοποιηθούν για τη γενίκευση της ψηφοφορίας με ειδική πλειοψηφία σε όλους τους τομείς πολιτικής στο Συμβούλιο», κάτι που θα μας επέτρεπε «να απομακρυνθούμε από ένα σύστημα που επιτρέπει σε μεμονωμένες κυβερνήσεις να ασκούν βέτο σε σχέδια οικονομικής ή εξωτερικής πολιτικής», αναφέρει η έκθεση.