Opinions

Γιώργος Σεφερτζής: Το υπολογισμένο (;) ρίσκο του Μακρόν

Γιώργος Σεφερτζής Γιώργος Σεφερτζής
Γιώργος Σεφερτζής: Το υπολογισμένο (;) ρίσκο του Μακρόν
Τι σηματοδοτεί η απόφαση του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές.

Η αιφνιδιαστική απόφαση του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση και να προκηρύξει πρόωρες βουλευτικές εκλογές δυο μόλις χρόνια μετά τις προηγούμενες και ένα μόλις μήνα πριν την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι έφεραν και πάλι τον Εμμανουέλ Μακρόν και τις πρωτοβουλίες του στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος.

Χαρακτηριστικό της αγωνίας για τις επιπτώσεις που θα έχει αυτή η απόφαση είναι το χθεσινό δημοσίευμα των Financial Times υπό τον εύγλωττο τίτλο «Οι πρόωρες κάλπες στην Γαλλία έχουν μεγαλύτερη σημασία από τις ευρωεκλογές», που καταλήγει: «Πολλοί εκτιμούν ότι η απόφαση του Γάλλου Προέδρου δεν είναι μια καλή πολιτική μπλόφα, αλλά μια απελπισμένη ζαριά».

Η αλήθεια είναι ότι, όπως και το ίδιο το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, η απόφαση του Μακρόν δεν έχει ιστορικό προηγούμενο στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης. Ποτέ διαρκούσης της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας δεν είχε αποφασιστεί διάλυση της Εθνικής Αντιπροσωπείας μετά από μια εκλογική αναμέτρηση που δεν ήταν καν εθνική αλλά ευρωπαϊκή!

Μόνο δύο είναι οι περιπτώσεις, μη συγκρίσιμες εξάλλου με την τωρινή, που η Γαλλική Εθνοσυνέλευση διαλύθηκε με απόφαση Προέδρου της Δημοκρατίας.

Η πρώτη ήταν το 1962 όταν ο στρατηγός Ντε Γκωλ οδήγησε τη χώρα σε πρόωρες εκλογές προκειμένου να παρακάμψει τη Βουλή που μόλις είχε απορρίψει την πρότασή του για συνταγματική αναθεώρηση με στόχο την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας δια της εκλογής απευθείας από το λαό ενός αρχηγού κράτους με διευρυμένες αρμοδιότητες .

Η δεύτερη ήταν το 1997 όταν ο δεξιός Ζακ Σιράκ αποφάσισε να αγνοήσει τις παρακαταθήκες που είχε αφήσει ο στρατηγός και να κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση, ισχυροποιώντας το ρόλο του Κοινοβουλίου. Έτσι έδωσε τη δυνατότητα στον σοσιαλιστή Λιονέλ Ζοσπέν να ηγηθεί ενός συνασπισμού της Αριστεράς και να κερδίσει τις βουλευτικές εκλογές εγκαινιάζοντας την εποχή της συγκατοίκησης μέχρι τον Απρίλιο του 2002, οπότε κοινή γνώμη και πολιτικό σύστημα κεραυνοβολήθηκαν από το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών εκείνης της χρονιάς. Ενώ όλοι περίμεναν ότι στον δεύτερο γύρο ο απερχόμενος Πρόεδρος Σιράκ θα μονομαχούσε με τον πρωθυπουργό Ζοσπέν για την προεδρία της Δημοκρατίας, στην θέση του υποψηφίου της Αριστεράς εξελέγη ο ακροδεξιός Ζαν Μαρί Λε Πεν, πατέρας της Μαρίν της μετέπειτα Προέδρου της Εθνικής Συσπείρωσης.

Κατόπιν αυτού ουδείς διανοήθηκε να αμφισβητήσει την σοφία του γκωλικής εμπνεύσεως μονοεδρικού πλειοψηφικού συστήματος δυο γύρων που επέτρεπε στις δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου να συσπειρώνονται στο δεύτερο γύρο υπερψηφίζοντας τον υποψήφιο του κόμματος που στον πρώτο γύρο θα είχε συγκεντρώσει τα μεγαλύτερα ποσοστά, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες αποκλεισμού στον δεύτερο γύρο των εκπροσώπων της ακροδεξιάς που ήταν ασφαλώς δυσκολότερο να συγκεντρώσουν από τον πρώτο γύρο την απαιτούμενη απόλυτη πλειοψηφία του 50+1.

Σε αυτήν την αρετή του γαλλικού εκλογικού συστήματος φαίνεται να έχει εναποθέσει ο Εμμανουέλ Μακρόν τις ελπίδες η παρακινδυνευμένη πρωτοβουλία της προκήρυξης των πρόωρων βουλευτικών εκλογών να λειτουργήσει ως ανάχωμα στην επέλαση της λεπενικής Ακροδεξιάς προς την εξουσία.

Aφού ο διάδοχος της Μαρίν Λε Πεν στην Προεδρία της Εθνικής Συσπείρωσης, Ζορντάν Μπαρντελά, κατάφερε τελικά να μετατρέψει τις ευρωεκλογές σε συντριπτικό δημοψήφισμα εναντίον της κυβέρνησής του, ο Πρόεδρος Μακρόν ήξερε ότι δεν θα είχε πολλά περιθώρια ελιγμών κάνοντας, όπως είπε στο διάγγελμα της διάλυσης της Εθνοσυνέλευσης, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και σαν να μπορούσε ελαφρά τη καρδία να αγνοήσει το αίτημα του νικητή των ευρωεκλογών για προσφυγή στις εθνικές κάλπες προκειμένου να προκύψει από αυτές μια πιο εναρμονισμένη με την πιο πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία εθνική αντιπροσωπεία.

Εις μάτην ο Πρωθυπουργός του Γκαμπριέλ Αττάλ προσπάθησε να τον μεταπείσει προσφερόμενος να παραιτηθεί ώστε να παίξει ο ίδιος τον ρόλο του εξιλαστήριου θύματος. Ο πρόεδρος Μακρόν ήξερε ότι βρισκόταν αντιμέτωπος με έναν κίνδυνο μεγαλύτερο από τον κίνδυνο που θα διέτρεχε σε περίπτωση υποχρεωτικής συγκατοίκησης με μια ενισχυμένη ακροδεξιά κοινοβουλευτική πλειοψηφία: Τον κίνδυνο να χρεωθεί την απόλυτη ακυβερνησία εξαιτίας της παραλυσίας που θα προκαλούσε η κατάθεση αλλεπάλληλων μομφών και προτάσεων δυσπιστίας. Θα ήταν το λιγότερο που θα μπορούσε να περιμένει από μια αντιπολίτευση που είχε ήδη πετύχει να του στερήσει την απόλυτη πλειοψηφία που διέθετε στην Βουλή μέχρι τις τελευταίες προεδρικές εκλογές και που τώρα ούσα πολλαπλάσια ενισχυμένη μετά τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών θα προσπαθούσε να τον υποχρεώσει σε παραίτηση πριν εξαντλήσει τη δεύτερη θητεία του.

Προφανώς, στους λογαριασμούς του ο Γάλλος Πρόεδρος έλαβε υπόψη και δυο ακόμα κρίσιμα δεδομένα.

Το πρώτο ήταν ότι είχαν αποτύχει παταγωδώς όλες οι απόπειρες που έγιναν διαρκούσης της προεκλογικής περιόδου να πληγεί η αξιοπιστία της λεπενικής δεξιάς δια της συστηματικής αποδόμησης των προγραμματικών της θέσεων και κυρίως των προτάσεών της για μια πιο φιλολαϊκή οικονομική πολιτική. Πράγμα που αποδείκνυε περίτρανα ότι δεν ήταν η κυβερνησιμότητα το μυστικό της εκλογικής επιτυχίας της ακροδεξιάς, αλλά η ικανότητα της να διαχειρίζεται τους φόβους, τις ανασφάλειες και τις αγωνίες των πιο φτωχών και ευάλωτων κοινωνικών στρωμάτων και ιδιαίτερα των νεότερων ψηφοφόρων στο θυμικό των οποίων απευθυνόταν με ευστοχία, προβάλλοντας πιο ελκυστικά ηγετικά πρότυπα και μιλώντας με σαφήνεια μια γλώσσα που τους δημιουργεί την αίσθηση ότι λέει τα πράγματα με το όνομά τους σε αντίθεση με τους main stream αντιπάλους της που κάνουν χρήση ενός λόγου χωρίς γωνίες και συναίσθημα.

Το δεύτερο ήταν ότι σύμφωνα με τις μυστικές δημοσκοπήσεις, που σε ανύποπτο χρόνο είχαν παραγγείλει οι κεντροδεξιοί Ρεπουμπλικάνοι, η άνοδος της λεπενικής ακροδεξιάς θα συνεχιζόταν ακάθεκτη και μετά τις ευρωεκλογές. Πράγμα που αποδείκνυε ότι πέραν όλων των άλλων το ακαταμάχητο στρατηγικό πλεονέκτημα της Εθνικής Συσπείρωσης της Λε Πεν και του Μπαρντελά ήταν κυρίως το γεγονός ότι δεν είχαν κυβερνήσει ποτέ, διατηρώντας την πολιτική παρθενικότητά τους.

Αν λοιπόν στις βουλευτικές εκλογές δεν λειτουργήσουν, όπως είναι πιθανότατο να συμβεί αυτή τη φορά, τα αμυντικά ανακλαστικά των φιλοευρωπαϊκών και δημοκρατικών δυνάμεων, το μόνο που ίσως φθείρει μέχρι τις επόμενες προεδρικές εκλογές του 2027 την λαϊκίστικη, ξενοφοβική και αντισυστημική εθνικιστική δεξιά είναι η τριβή που θα έχει με την εξουσία ως κυβέρνηση, εφόσον ο Μακρόν της δώσει τη δυνατότητα να συγκατοικήσει μαζί του.

(Ο Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας-αναλυτής- Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από το K-Report)