Επιστήμη

Τρόφιμα εναλλακτικής πρωτεΐνης από έντομα μέχρι φύκια στα ράφια των σούπερ μαρκετ, αλλά ποιος αγοράζει τι και πού;

Τρόφιμα εναλλακτικής πρωτεΐνης από έντομα μέχρι φύκια στα ράφια των σούπερ μαρκετ, αλλά ποιος αγοράζει τι και πού; Φωτογραφία: unsplash
Γιατί οι άνθρωποι στο Παρίσι λατρεύουν τη σαλάτα tofu με φύκια; Θα μπουν στον πειρασμό οι Ιταλοί να δοκιμάσουν μία πίτσα με σκαθάρια; Πόσοι νέοι Πολωνοί καταναλωτές θα ήθελαν να φάνε πατέ ρεβιθιού; Έλληνες ερευνητές απαντούν

Τα πράγματα για μας είναι απλά. Δεν υπάρχει αρκετή γη στη Γη για να συνεχίσουμε τα σημερινά πρότυπα διατροφής και κατανάλωσης, αποφεύγοντας την κλιματική κατάρρευση και την καταστροφή της φύσης.

Ίσως η βιομηχανία εναλλακτικής πρωτεΐνης είναι αυτή που θα μπορούσε πιθανώς να «αλλάξει το παιχνίδι» και φυσικά τη νοοτροπία μας ως καταναλωτές.

Εταιρείες αναπτύσσουν με ταχείς ρυθμούς προϊόντα διατροφής στοχεύοντας στην ίδια γεύση με το συμβατικό κρέας και τα γαλακτοκομικά και χρησιμοποιώντας πολύ λιγότερη γη. Την ίδια ώρα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν ή περιορίζουν τις συμβατικές πηγές πρωτεΐνης στην διατροφή τους (π.χ. βοδινό, χοιρινό, πουλερικά και γαλακτοκομικά προϊόντα ζώων) και επιλέγουν πρωτεϊνικές πηγές με μικρότερο αντίκτυπο στο περιβάλλον δηλαδή, προϊόντα εναλλακτικής πρωτεΐνης (Alternative Proteins Foods - APF), τα οποία βασίζονται σε όσπρια, φύκια, μανιτάρια, καρκινοειδή και έντομα (να σημειωθεί πως στην «εναλλακτική πρωτεΐνη» δεν συμπεριλαμβάνεται το καλλιεργημένο στο εργαστήριο κρέας λόγω της συνεχιζόμενης συζήτησης σχετικά με τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της παραγωγής του).

Η Ευρώπη είναι ηγετική αγορά στην παραγωγή και πώληση εναλλακτικών πρωτεϊνικών τροφίμων, αλλά μέχρι στιγμής η έρευνα για το πώς διαφέρουν oι προτιμήσεις ανά χώρα είναι ανεπαρκής. Σύμφωνα πάντως με ένα σενάριο υψηλής καινοτομίας στη διατροφή, οι εναλλακτικές πρωτεΐνες θα μπορούσαν να εκτοπίσουν περίπου τα 2/3 του κρέατος και των γαλακτοκομικών που καταναλώνονται στην Ευρώπη έως το 2050.

Σε μια νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Food Quality and Preference ερευνητές από το SWPS University of Social Sciences and Humanities στη Βαρσοβία της Πολωνίας, μαζί με ειδικούς από τη Γερμανία (Centre On Sustainable Consumption and Production), την Ελλάδα (Κέντρο Ερευνών του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος), τη Νορβηγία (Møreforsking) και την Ιταλία (University of Bologna) ανέλυσαν μέσα από 11 βάσεις δεδομένων περιοδικών με κριτές, τη στάση των ευρωπαίων καταναλωτών απέναντι σε προϊόντα εναλλακτικής πρωτεΐνης. Συνολικά, η ανάλυσή τους περιλάμβανε 25 μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε 18 ευρωπαϊκές χώρες.

Η έρευνα που αποτελεί μέρος του έργου LIKE-A-PRO, δείχνει ότι σε όλους τους καταναλωτές από ευρωπαϊκές χώρες, η πρόθεση για αγορά, δοκιμή και κατανάλωση προϊόντων εναλλακτικής πρωτεΐνης (APF) είναι από χαμηλή έως μέτρια.

«Το έργο LIKE-A-PRO είναι μια πρωτοβουλία που χρηματοδοτείται από την ΕΕ, η οποία επιδιώκει να μεταμορφώσει τα συστήματα τροφίμων της Ευρώπης μέσω της προώθησης βιώσιμων εναλλακτικών πηγών πρωτεΐνης και της κατανόησης της συμπεριφοράς των καταναλωτών. Ο στόχος του έργου περιλαμβάνει την ανάπτυξη νέων προϊόντων και μηχανισμών διακυβέρνησης και αγοράς που υποστηρίζουν τη μετάβαση από πρωτεΐνες ζωικής προέλευσης σε βιώσιμες εναλλακτικές», εξηγεί ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Aarhus στη Δανία και επιστημονικός συνεργάτης του του Κέντρου Αριστείας για τη Διατροφή του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθηνών, κ. Πολύμερος Χρυσοχόου.

Διαφέρουν τα γούστα από Βορρά προς Νότο

Σύμφωνα με την εν λόγω μελέτη, οι προτιμήσεις των καταναλωτών απέναντι στα προϊόντα εναλλακτικής πρωτεΐνης (APF) διαφέρουν μεταξύ της Βόρειας Ευρώπης (Δανία, Φινλανδία), της Νότιας Ευρώπης (Ιταλία, Ισπανία) και της Ανατολικής Ευρώπης (Πολωνία, Τσεχική Δημοκρατία).

Ενδεικτικά, οι Δανοί καταναλωτές έχουν μεν θετική στάση, αλλά σχετικά χαμηλή πρόθεση να φάνε APF. Με τη σειρά τους, οι Πολωνοί καταναλωτές έχουν ελλιπή σχετική γνώση και δηλώνουν ανέτοιμοι να αλλάξουν τα διατροφικά τους πρότυπα συγκριτικά με τους Δυτικοευρωπαίους καταναλωτές (π.χ. Γερμανία).

Οι δε Ιταλοί έχουν χαμηλότερη αποδοχή των προϊόντων εναλλακτικής πρωτεΐνης (APF) που βασίζονται σε έντομα συγκριτικά με τους καταναλωτές από χώρες της Δυτικής ή της Βόρειας Ευρώπης (π.χ. Βέλγιο, Δανία).

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι πολλοί καταναλωτές θεωρούν τα υβριδικά προϊόντα, δηλαδή αυτά που συνδυάζουν συμβατικές και εναλλακτικές πρωτεΐνες, πιο υγιεινά, πιο ηθικά ως προς τη μεταχείριση των ζώων, πιο φιλικά προς το περιβάλλον, αλλά και πιο θρεπτικά για αυτό και τα βαθμολογούν υψηλότερα από τα προϊόντα κρέατος. Αυτή η τάση παρατηρείται ιδιαίτερα στους Δανούς, αλλά και σε καταναλωτές από άλλες χώρες, όπως π.χ. από το Ηνωμένο Βασίλειο και την Ισπανία.

Ωστόσο, οι θετικές στάσεις και πεποιθήσεις δεν μεταφράζονται πάντα σε πρόθεση αγοράς τέτοιων προϊόντων. Για παράδειγμα, το 60% των Δανών εμφανίζουν σχετικά χαμηλή πρόθεση να αγοράσουν προϊόντα εναλλακτικής πρωτεΐνης (APF), ενώ σύμφωνα με μια άλλη μελέτη, μόνο το 46% από αυτούς θα αγόραζαν υβριδικό κρέας συγκριτικά με το 63% των καταναλωτών στην Ισπανία και το 53% στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η ανάλυση δείχνει ότι οι ευρωπαίοι καταναλωτές είναι απρόθυμοι επίσης να αγοράσουν προϊόντα εναλλακτικής πρωτεΐνης (APF) με βάση τα έντομα εκτός από το 18-22% των καταναλωτών στη Βρετανία και την Ισπανία που θα τα αγόραζαν. Οι καταναλωτές στη Σουηδία και τη Φινλανδία είναι πιο θετικοί απέναντι σε τρόφιμα που έχουν ως βάση τα έντομα από τους καταναλωτές στη Γερμανία και την Τσεχική Δημοκρατία, ενώ είναι λιγότερο πιθανό οι Ιταλοί να επιλέξουν τέτοια προϊόντα συγκριτικά με τους καταναλωτές στη Βόρεια ή Δυτική Ευρώπη (π.χ. Δανία, Βέλγιο).

«Η ιταλική διατροφική κουλτούρα θεωρείται μια από τις ισχυρότερες στην Ευρώπη, με περισσότερα από 200 προϊόντα διατροφής, όπου το κρέας παίζει σημαντικό ρόλο», επισημαίνει σε σχετικό δελτίο τύπου η Hanna Zaleśkiewicz από το Center for Applied Research on Health Behavior and Health (CARE-BEH), στο SWPS University of Social Sciences and Humanities στη Βαρσοβία.

Κοσμοπολίτικες πόλεις όπως το Ελσίνκι και το Παρίσι που παρουσιάζουν μεγαλύτερη εθνοτική ποικιλομορφία φαίνονται επίσης να είναι αρκετά ‘ανοιχτές’ σε εναλλακτικές πρωτεΐνες. Για παράδειγμα, το Παρίσι έχει την υψηλότερη κατανάλωση εναλλακτικής πρωτεΐνης με βάση τα φύκια σε σύγκριση με άλλες πέντε μεγάλες πόλεις της Γαλλίας. Αυτό μπορεί να σχετίζεται ή και όχι με έναν μεγάλο ασιατικό πληθυσμό στο Παρίσι που έχει ήδη επίγνωση των τροφίμων με βάση τα φύκια.

Ωστόσο, οι ειδικοί τονίζουν πως το «κλειδί» είναι η γνώση. Η συγκεκριμένη και άλλες μελέτες δείχνουν ότι οι ευρωπαίοι καταναλωτές που έχουν λίγες γνώσεις για καινοτόμα προϊόντα διατροφής, όπως π.χ. οι Πολωνοί, εμφανίζουν και μεγαλύτερη απροθυμία να τα εντάξουν στη διατροφή τους, συγκριτικά  με Δανούς και Γερμανούς καταναλωτές. Ίσως οι αντιλήψεις στην Πολωνία να αλλάξουν μμε το νέο εργοστάσιο παραγωγής πρωτείνης εντόμων 57,4 εκατομμυρίων δολαρίων που μεταφέρθηκε στην πολωνική πόλη Karkoszow, περίπου 100 χιλιόμετρα έξω από το Βερολίνο.

Το διατροφικό περιβάλλον επηρεάζει τις επιλογές μας

Μια άλλη εργασία από την ίδια ομάδα ερευνητών που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο περιοδικό International Journal of Behavioral Nutrition and Physical Activity που βασίστηκε στην επεξεργασία 13 βάσεων δεδομένων και 36 πρωτότυπων μελετών, εστιάζει στους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν τις επιλογές των καταναλωτών αναφορικά με εναλλακτικές πρωτεϊνούχες τροφές (APF).

Σε αυτή την εργασία εξετάζονται διάφορες δομές προσφοράς τροφίμων, όπως σούπερ μάρκετ, λαϊκές αγορές και εστιατόρια, έτσι ώστε να εντοπιστούν παράγοντες που είτε διευκολύνουν είτε μπλοκάρουν τις επιλογές των καταναλωτών σε εναλλακτική πρωτεΐνη. Και όπως φαίνεται, αυτό που διευκολύνει την επιλογή τέτοιου είδους τροφίμων είναι η διαθεσιμότητά τους, η οποία δείχνει να είναι περιορισμένη σε σούπερ μάρκετ, παντοπωλεία, εστιατόρια και σχολεία.

Μεταξύ του 2013 και του 2022, μεγάλοι έμποροι λιανικής (π.χ. Walmart, Carrefour και Tesco) άρχισαν να πλασάρουν τις δικές τους σειρές εναλλακτικών πρωτεϊνικών τροφίμων φυτικής προέλευσης, ενώ μεγάλες εταιρείες γρήγορου φαγητού (π.χ. KFC και Pizza Hut) δημιούργησαν εμπορικές σχέσεις με παραγωγούς τροφίμων και λανσάρουν προϊόντα με πρωτείνη φυτικής προέλευσης. Το 2022, η Burger King άνοιξε το πρώτο της κατάστημα στο Λονδίνο και κάπως έτσι, τα APF άρχισαν να γίνονται διαθέσιμα στους καταναλωτές πιο εύκολα σε διάφορα δομημένα περιβάλλοντα προσφοράς τροφίμων.

«Η συγκεκριμένη εργασία δείχνει μια αναντιστοιχία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης APF που μπορεί να ευθύνεται για τη στασιμότητα των πωλήσεων και για τη χαμηλή τους κατανάλωση. Οι έμποροι λιανικής πιστεύουν ότι η αύξηση των APF στα σούπερ μάρκετ θα βλάψει τα κέρδη τους και η επιλογή τους να τα παρέχουν μόνο ηλεκτρονικά έχει ως αποτέλεσμα τη χαμηλή διαθεσιμότητά τους σε παντοπωλεία και σούπερ μάρκετ.

Οι καταναλωτές, με τη σειρά τους, αναφέρουν χαμηλή εμπιστοσύνη σε προϊόντα που δεν τα βρίσκουν σε παντοπωλεία ή σούπερ μάρκετ και που είναι διαθέσιμα μόνο μέσω ηλεκτρονικού εμπορίου. Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών είναι βασικός καθοριστικός παράγοντας για την αγορά και την κατανάλωση καινοτόμων τροφίμων», επισημαίνει η επίκουρη καθηγήτρια και μέλος του Κέντρου Αριστείας για τη Διατροφή του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθηνών κα. Τούλα Περρέα, η οποία συμμετείχε στη μελέτη.

Η ίδια προσθέτει πως η περιορισμένη διαθεσιμότητα προϊόντων εναλλακτικής πρωτεΐνης (APF) σε μέρη όπου οι καταναλωτές συνηθίζουν να ψωνίζουν τρόφιμα επιφέρει τη χαμηλή αποδοχή τους και τη χαμηλή πρόθεση των καταναλωτών να τα αγοράσουν ή να τα δοκιμάσουν. Είναι λιγότερο πιθανό να επιλέξουν ένα τέτοιο τρόφιμο εάν δυσκολεύονται να το βρουν στα σούπερ μάρκετ, σε παντοπωλεία ή στα μενού των εστιατορίων.

Από την άλλη, οι καταναλωτές, όταν πρόκειται για τις πρώτες τους γευστικές εμπειρίες με καινοτόμα τρόφιμα, προτιμούν τα εστιατόρια πιθανώς επειδή τα αντιλαμβάνονται ως μέρη όπου οι ειδικοί προετοιμάζουν και σερβίρουν ασφαλές για κατανάλωση φαγητό. Η αφήγηση των σεφ και η εικόνα των εστιατορίων που προωθούν νέα και βιώσιμα τρόφιμα μπορεί να διευκολύνουν την εισαγωγή και την κατανάλωση των APF στα εστιατόρια.

«Αυτό που ίσως παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι ότι η κατανάλωση προϊόντων εναλλακτικής πρωτεΐνης επηρεάζεται από το κοινωνικό στερεότυπο της αρρενωπότητας, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει ως φραγμός. Αυτό δεν ισχύει για παράδειγμα, σε ένα φεστιβάλ φαγητού ή σε γαστρονομικές εκδηλώσεις όπου η δοκιμή εναλλακτικών τροφίμων ‘επιτρέπεται’ και δεν ισχύει βέβαια για τα σούπερ μάρκετ και γενικότερα για την αγορά. Παρόλα αυτά, το κοινωνικό στερεότυπο της αρρενωπότητας δεν επηρεάζει την επιλογή προϊόντων εναλλακτικής πρωτεΐνης με βάση τα έντομα στα εστιατόρια», λέει ο Καθηγητής Χρυσοχόου. 

Όπως και να’χει οι ερευνητές εκτιμούν ότι τα ευρήματά τους θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην ανάπτυξη στρατηγικών για την αύξηση της επιλογής προϊόντων εναλλακτικής πρωτεΐνης (APF). Λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικές προσεγγίσεις και επίπεδα γνώσης σχετικά με τα αυτά τα προϊόντα σε διάφορες χώρες μεμονωμένα, θα μπορούσαν να υιοθετηθούν διαφορετικές στρατηγικές προώθησής τους.