Οικονομία

Το Ευρωδικαστήριο και τα όρια των «βέλτιστων πρακτικών»

Το Ευρωδικαστήριο και τα όρια των «βέλτιστων πρακτικών»
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου Το σκεπτικό της εισαγγελικής εισήγησης για τις ομαδικές απολύσεις αποκαλύπτει τα συγκοινωνούντα δοχεία ευρωπαϊκού δικαίου και Μνημονίου

Μια διαδεδομένη δοξασία της μνημονιακής εποχής αναφέρει ότι τα Μνημόνια βρίσκονται σε σύγκρουση με το δίκαιο της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης. Πάνω σ’ αυτή τη δοξασία χτίστηκε η κριτική στην «εξωθεσμική» λειτουργία της τρόικας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αλλά και η απόπειρα «εξευρωπαϊσμού» του τρίτου Μνημονίου, με αναφορές στο ευρωπαϊκό κεκτημένο και στις «βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές».

Η δοξασία αυτή έχει εν μέρει ισχύ. Τόσο τα Μνημόνια που επιβλήθηκαν σε πέντε χώρες, όσο και οι μηχανισμοί που επινοήθηκαν για τη θωράκισή της Ευρωζώνης στη διάρκεια της κρίσης (Συνθήκες six pack και two pack, Δημοσιονομικό Σύμφωνο, Συνθήκη του ESM, το Σύμφωνο για το Ευρώ+) θεσπίστηκαν σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, χωρίς να ενσωματωθούν στα θεμελιώδη νομικά κείμενα της Ε.Ε. (Ευρωπαϊκό Συνθήκη, Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ε.Ε., Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων).

Ακόμη και το κραταιό Eurogroup, το κορυφαίο όργανο της Ευρωζώνης, στις συνθήκες μνημονεύεται σε ένα πρωτόκολλο (αριθ. 14), δυο μόλις άρθρων, το ένα εκ των οποίων απλώς αναφέρει ότι «οι υπουργοί των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ πραγματοποιούν άτυπες συναντήσεις μεταξύ τους». That’s all.

Συνοχή στο νεοφιλελεύθερο credo
Αλλά αυτή η απόκλιση αφορά μόνο τη νομοτεχνική συμβατότητα των Μνημονίων και των έκτακτων εργαλείων διακυβέρνησης της Ευρωζώνης με τα βασικά κείμενα της Ε.Ε. Στην ουσία τους, όμως, όλα διακρίνονται από εντυπωσιακή συνοχή, καθώς στηρίζουν νομικά το ίδιο νεοφιλελεύθερο credo, όπως διαμορφώθηκε στη μετά Μάαστριχτ Ε.Ε. Μια σαφή απόδειξη γι’ αυτό προσφέρει η εισήγηση του Γενικού Εισαγγελέα του Ευρωδικαστηρίου (ΔΕΚ) που κρίνει ασύμβατο με το κοινοτικό δίκαιο το υπουργικό βέτο στις ομαδικές απολύσεις.

Η εισήγηση του εισαγγελέα Nils Wahl, που κατά πάσα βεβαιότητα θα γίνει και απόφαση, απαντά στο προδικαστικό ερώτημα του ΣτΕ, με αφορμή την προσφυγή της ΑΓΕΤ – Lafarge στο ΣτΕ κατά της απόφασης του υπουργείου Εργασίας να μπλοκάρει την ομαδική απόλυση 236 εργαζομένων στο εργοστάσιο της Χαλκίδας. Το ΣτΕ ρωτούσε το Ευρωδικαστήριο αν ο ελληνικός νόμος 1387/1983 είναι συμβατός με την αντίστοιχη κοινοτική Οδηγία για τις ομαδικές απολύσεις και ευρύτερα με το ευρωπαϊκό δίκαιο. Το γεγονός ότι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας, που ελέγχει τη συνταγματικότητα νόμων και διοικητικών πράξεων, σηκώνει τα χέρια ψηλά και απευθύνεται σε μια υπερκείμενη δικαστική αρχή είναι ήδη δηλωτικό του δραστικού περιορισμού της κυριαρχίας της χώρας. Αλλά ας υποθέσουμε ότι αυτό είναι κάτι γνωστό και συντελεσμένο πολύ προ μνημονίων.

Εκείνο που έχει ενδιαφέρον -και προδιαγράφει και το μέλλον της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης για τα εργασιακά στο πλαίσιο της δεύτερης αξιολόγησης- είναι το σκεπτικό της εισήγησης του γενικού εισαγγελέα Nils Wahl, που δεν επέπλευσε στον αφρό της «είδησης-φωτιά», ούτε στην πρόχειρη απαντητική δήλωση του υπουργού Εργασίας. Και το σκεπτικό αυτό αποδεικνύει τη συνοχή και συνέπεια με την οποία οι μελετημένοι αρχιτέκτονες των Μνημονίων φρόντισαν τη συμβατότητά τους με το κοινοτικό δίκαιο.

Η απαραβίαστη «ελευθερία εγκατάστασης»
Σε αδρές γραμμές, ο εισαγγελέας του ΔΕΚ ξεκαθαρίζει εξ αρχής ότι η σχετική διάταξη της ελληνικής νομοθεσίας που εξαρτά τις ομαδικές απολύσεις από έγκριση του υπουργού Εργασίας (ή άλλου οργάνου του υπουργείου, όπως το Ανώτατο Συμβούλιο, που ισχύει σήμερα) δεν αντίκειται στην ίδια την κοινοτική Οδηγία 98/59. Αντίκειται σε κάτι πολύ πιο θεμελιώδες κατά το ευρωπαϊκό δίκαιο: στο άρθρο 49 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ε.Ε. που απαγορεύει περιορισμούς «στην ελευθερία εγκατάστασης υπηκόων και επιχειρήσεων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια ενός άλλου». Επομένως, κατά τον εισαγγελέα του ΔΕΚ, η ελληνική νομοθεσία παραβιάζει το δικαίωμα της γαλλικής πολυεθνικής Lafarge, στην οποία ανήκει η ΑΓΕΤ, στην «ελευθερία εγκατάστασης» (έστω κι αν στην επίμαχη περίπτωση η προσφυγή της αφορούσε… απεγκατάσταση, δηλαδή κλείσιμο εργοστασίου!).

Το εισαγγελικό σκεπτικό γίνεται ακόμη πιο ενδιαφέρον καθώς προχωρά στις λεπτομέρειες. Αντικρούοντας τα κριτήρια με τα οποία, κατά την ελληνική νομοθεσία (αρ.5, παρ.3 του Ν. 1387/1983), το υπουργείο Εργασίας απορρίπτει ή εγκρίνει ένα αίτημα ομαδικής απόλυσης, ο κ. Wahl λέει:

- το κριτήριο του εθνικού συμφέροντος «δεν μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό της ελευθερίας εγκατάστασης και της επιχειρηματικής ελευθερίας»,
- το κριτήριο των συνθηκών στην αγορά εργασίας, τα ποσοστά ανεργίας, είναι επίσης ακατάλληλο και «ισοδυναμεί με άρνηση του δικαιώματος των εργοδοτών να καταγγέλλουν τις εργασιακές σχέσεις… Η ιδέα της τεχνητής διατηρήσεως των εργασιακών σχέσεων δίχως επαρκή οικονομικά θεμέλια έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει παταγωδώς σε ορισμένα πολιτικά συστήματα του παρελθόντος».
- Και εξ ίσου απαράδεκτο και ακατάλληλο κρίνεται το τρίτο κριτήριο, δηλαδή  η κατάσταση της επιχείρησης. «Ο ισχυρισμός ότι οι αρχές ενός κράτους μέλους δύνανται να αποφασίσουν καλύτερα από τη διοίκηση της επιχειρήσεως τι είναι καταλληλότερο για την κατάστασή της μου φαίνεται τουλάχιστον αξιοπερίεργος… Δεν θεωρώ πρόσφορο για την προστασία των εργαζομένων το να έχει μια διοικητική αρχή τη δυνατότητα να ανατρέπει τις επιχειρηματικές αποφάσεις», λέει ο εισαγγελέας Wahl.

Το Μνημόνιο ως πηγή «δικαίου»
Με αφοπλιστική ειλικρίνεια ο εισαγγελέας του ΔΕΚ απαντά και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα του ΣτΕ, δηλαδή αν η οξεία οικονομική κρίση και τα εξαιρετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας μπορούν να κάμψουν το ιερό και απαραβίαστο της επιχειρηματικής ελευθερίας. «Η απάντησή μου είναι και πάλι “όχι”», λέει ο εισαγγελέας και επιχειρηματολογεί με άψογο νεοφιλελεύθερο, και εν πολλοίς μνημονιακό κώδικα: «…Σε περιόδους κρίσεως, είναι εξίσου σημαντικό να μειωθεί το σύνολο των παραγόντων που αποθαρρύνουν τις νέες επιχειρήσεις από το να πραγματοποιούν επενδύσεις, δεδομένου ότι η οικονομική αποδοτικότητα μπορεί να βοηθήσει στην τόνωση της δημιουργίας θέσεων εργασίας... Αυτός, υποθέτω, είναι ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα, ως προϋπόθεση για την οικονομική βοήθεια που παρέχεται από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, δέχθηκε “να προχωρήσει σε αυστηρή επανεξέταση και εκσυγχρονισμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των εργατικών κινητοποιήσεων και, σύμφωνα με την οικεία οδηγία και βέλτιστη πρακτική της Ε.Ε, των ομαδικών απολύσεων βάσει του χρονοδιαγράμματος και της προσέγγισης που έχουν συμφωνηθεί με τους θεσμούς…”».

Η αυτούσια και εντός εισαγωγικών παράθεση, μέσα στην εισαγγελική εισήγηση, της αναφοράς του τρίτου Μνημονίου για το πλαίσιο επανεξέτασης των εργασιακών σχέσεων αποκαλύπτει ότι όλοι οι θεσμοί Ε.Ε. και Ευρωζώνης, ακόμη και οι πιο «αποστασιοποιημένοι» όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, κινούνται στην ίδια ιδεολογική και ταξική τροχιά. Και βλέπουν το corpus του ευρωπαϊκού δικαίου και του μνημονιακού παρα-δικαίου ως ενιαίο, κλειστό σύστημα.

Σ’ αυτό το σύστημα είναι εξαιρετικά απίθανο να επιβιώσουν «κόκκινες γραμμές» που ισχυροποιούν την πλευρά της εργασίας έναντι της «επιχειρηματικής ελευθερίας».